-
1 διχόμην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχόμην
-
2 διχόμηνος
A dividing the month, i. e. at or of the full moon,ἑσπερίη h.Hom.32.11
;δ. σελήνη Gp.10.48.2
, cf. Plu.Flam.4; διχόμηνος, ἡ, Arat.808, Ph.2.293; διχομήνη, ἡ, Gp.2.14.7, Cat.Cod.Astr.1.173.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχόμηνος
См. также в других словарях:
πολύγνωμος — η, ο / πολύγνωμος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει πολλές γνώμες 2. αυτός που έχει πολλές και διαφορετικές γνώμες πάνω σε ένα θέμα και δεν μπορεί να αποφασίσει, αναποφάσιστος («πάρε μια απόφαση, μην είσαι πολύγνωμος») αρχ. πολυγνώμων*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek