Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

διχόμηνος

См. также в других словарях:

  • διχόμηνος — διχόμηνος, ον και διχόμην, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στο μέσο τού μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της 2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος η πανσέληνος …   Dictionary of Greek

  • διχόμηνος — dividing the month masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχομήνως — διχόμηνος dividing the month adverbial διχόμηνος dividing the month masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχόμηνον — διχόμηνος dividing the month masc/fem acc sg διχόμηνος dividing the month neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχομήνου — διχόμηνος dividing the month masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχομήνων — διχόμηνος dividing the month masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχομήνῳ — διχόμηνος dividing the month masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχόμηνα — διχόμηνος dividing the month neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διχόμηνις — ( ιδος), ο, η και διχομηνιάς, η (Α) 1. διχόμηνος* 2. «διχόμηνις ἡμέρα» οι ιδοί (λατ. idus) …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»