-
1 διχόμην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχόμην
-
2 διχό-μηνος
διχό-μηνος, in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; σελήνη, der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. διχόμην.
См. также в других словарях:
διχόμηνος — διχόμηνος, ον και διχόμην, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στο μέσο τού μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της 2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος η πανσέληνος … Dictionary of Greek