Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διφρηλᾰσία

См. также в других словарях:

  • διφρηλασία — διφρηλασία, η (AM) οδήγηση δίφρου, άρματος …   Dictionary of Greek

  • διφρηλασίας — διφρηλασίᾱς , διφρηλασία chariotdriving fem acc pl διφρηλασίᾱς , διφρηλασία chariotdriving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφρηλασίαν — διφρηλασίᾱν , διφρηλασία chariotdriving fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφρηλασίαις — διφρηλασία chariotdriving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφρεία — διφρεία, η (AM) [διφρεύω] διφρηλασία, οδήγηση άρματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»