-
1 διφρευτών
-
2 διφρευτῶν
См. также в других словарях:
διφρευτῶν — διφρευτής charioteer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διφρευτών
2 διφρευτῶν
διφρευτῶν — διφρευτής charioteer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)