-
1 διφθέρα
διφθέρᾱ, διφθέραprepared hide: fem nom /voc /acc dualδιφθέρᾱ, διφθέραprepared hide: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————διφθέραι, διφθέραprepared hide: fem nom /voc plδιφθέρᾱͅ, διφθέραprepared hide: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 διφθέρα
Grammatical information: f.Meaning: `prepared skin, hide, leather', also leather objects (Ion.-Att.);Dialectal forms: Myc. diptera ( diptera₃) `leather' \/ diphthera\/; dipteraporo \/ diphthera-phoros?\/Derivatives: Diminut. διφθέριον (Theognost.); διφθερίς = διφθέρα (AP); διφθέρωμα `id.' (Thd.;); διφθερίας `man in leathern jerkin, landmann etc.' (Com.; Chantraine 93); f. διφθερῖτις (Poll.; Redard Les noms grecs en - της 114); διφθεράριος `pergamentmaker' ( Edict. Diocl. Asin.); διφθέρινος `made of δ., leathern' (X.). - Denomin. διφθερόομαι `be dressed in hides' (Str.). Note διψάρα δέλτος, οἱ δε διφθέρα H. (cf Schwyzer 326).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To δέφω, δέψω (de Saussure MSL 7, 91). ε\/ι is frequent in Pre-Greek (there was no phoneme e). δίψαρα shows typical Pre-Greek variation. Fur. 308, 326. - On Iranian LW [loanword] from διφθέρα, i.e. NPers. daftar `office', s. Bailey, Trans. Phil. Soc. 1933, 50. From here Lat. littera, perhaps via Etruscan (cf. διφθεραλοιφός γραμματοδιδάσκαλος παρὰ Κυπρίοις Η.)Page in Frisk: 1,400Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διφθέρα
-
3 διφθέρα
διφθέρα, ἡ (δέρω?), die abgezogene u. zubereitete Thierhaut, Fell, Leder; Plat. Crit. 53 d; Thuc. 2, 75 u. A. Nach Ammon. bes. von Ziegenfellen. Alles aus Fellen Gemachte; – a) eine Art rohes Pergaments, vor Erfindung des Papiers gebräuchlich, u. Bücher daraus, Her. 5, 58; αἱ βασιλικαὶ δ., die königlichen Urkunden, aus denen Ktesias schöpfte, D. Sic. 2, 32; χαλκαῖ δ. Plut. quaest. gr. 25; sprichwörtlich ἀρχαιότερα τῆς διφϑέρας λέγεις, von Diogen. 3, 2 auf die διφϑέρα des Zeus bezogen, von der es Zenob. 4, 11 heißt Ζεὺς κατεῖδε χρόνιος εἰς τὰς διφϑέρας, denn Zeus verzeichnet alle Thaten der Menschen, vgl. Schol. Il. 1, 175. – b) Kleider aus Fellen, wie sie Aermere, bes. Landleute trugen, Ar. Nubb. 72; Luc. Tim. 38; Ath. XIV, 657 d. – c) lederne Zeltdecken, Zelte, Ath. XII, 539 c; Xen. An. 1, 5, 10. 2, 4, 28, wo, wie Arr. An. 3, 29, 8, Schläuche zum Uebersetzen über einen Fluß daraus gemacht werden. – d) lederne Ranzen, Xen. An. 5, 2, 12.
-
4 διφθέρα
διφθέρα, ἡ ( δέρω?), die abgezogene u. zubereitete Tierhaut, Fell, Leder; bes. von Ziegenfellen. Alles aus Fellen Gemachte; (a) eine Art rohes Pergament, vor Erfindung des Papiers gebräuchlich, u. Bücher daraus; αἱ βασιλικαὶ δ., die königlichen Urkunden, aus denen Ktesias schöpfte; auf die διφϑέρα des Zeus bezogen, von der heißt Ζεὺς κατεῖδε χρόνιος εἰς τὰς διφϑέρας, denn Zeus verzeichnet alle Taten der Menschen. (b) Kleider aus Fellen, wie sie Ärmere, bes. Landleute trugen. (c) lederne Zeltdecken, Zelte; Schläuche zum Übersetzen über einen Fluß daraus gemacht. (d) lederne Ranzen -
5 διφθερα
ион. διφθέρη ἥ1) (снятая и выделанная) кожа(διφθέραι αἰγέαι καὴ ὀϊέαι Her.; δέρρεις καὴ διφθέραι Thuc.)
2) шкура3) досл. кожа для письма, пергамент, перен. летопись, сочинение, книга(οἱ Ἴωνες τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι Her.; αἱ διφθέραι, ἐν αἷς οἱ Πέρσαι τὰς παλαιὰς πράξεις εἶχον συντεταγμένας Diod.)
4) перен. доска, таблица5) кожаный навес или шатер6) кожаный мешок(λίθων μεσταὴ αἱ διφθέραι Xen.; ἀναπτύσσειν τέν διφθέραν Plut.)
-
6 διφθέρα
διφθέρα, ἡ,A prepared hide, piece of leather, Hdt.1.194;ἐκ διφθερέων πεποιημέναι κυνέαι Id.7.77
; διφθέραι, opp. δέρρεις (hides), Th.2.75; of a drum, Hero Aut.20.4; esp. as writing-material,τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Hdt.5.58
;δ. μελαγγραφεῖς E.Fr. 627
; δ. βασιλικαί, of Persian records, Ctes. ap. D.S.2.32; δ. ἱεραί, at Carthage, Plu.2.942c; χαλκαῖ δ., ib. 297a, cf. Sch.Il.1.175: prov.,ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Diogenian.3.2
; used for bindings, διφθέρας περιβάλλειν (sc. βιβλίοις) Luc.Ind.16.II anything made of leather, leathern jerkin, Ar.Nu.72, Pl.Cri. 53d, SIG 1259.6 (iv B. C.), Men.Epit.12, Luc. Tim.6,38, Arr.An.7.9.2, etc.; properly, of goatskin, opp. μηλωτή, Ammon.Diff.p.44 V.2 wallet, bag, X.An.5.2.12, Lib.Or.58.5.3 pl., skins used as tents, X.An. 1.5.10, Phylarch.41 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφθέρα
-
7 διφθέρᾳ
Βλ. λ. διφθέρα -
8 διφθέρα
η1) кожа (выделанная); 2) пергамент -
9 διφθέρα
-ας ἡ N 1 1-0-0-0-0=1 Ex 39,20(34)skin, leatherCf. LIEBERMAN 1950 205(n.23) -
10 διφθέρας
διφθέρᾱς, διφθέραprepared hide: fem acc plδιφθέρᾱς, διφθέραprepared hide: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 διφθέραι
διφθέραprepared hide: fem nom /voc plδιφθέρᾱͅ, διφθέραprepared hide: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 διφθέραν
διφθέρᾱν, διφθέραprepared hide: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 διφθερέων
διφθέραprepared hide: fem gen pl (epic ionic) -
14 διφθέραις
διφθέραprepared hide: fem dat pl -
15 διφθερις
-
16 σπολάς
-
17 διφθερίς
διφθερίς, ίδος, ἡ, = διφϑέρα c); Antiphil. 44 (IX, 546).
-
18 διφθερίας
-
19 διφθέριον
-
20 λώπη
λώπη, ἡ (λέπω), Hülle, Gewand; δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην, Od. 13, 224, also eine Art Mantel; ἀπ' ὤμων δίπλακα λώπην, Theocr. 25, 254; Ap. Rh. 2, 34, wo der Schol. χλανίς, διφϑέρα erklärt, u. a. Sp., wie Agath. 8 (V, 294). Bei Sp. bes. ein Schaafpelz od. ein dickes, wollenes Kleid. Vgl. übrigens λῶπος u. λωποδύτης.
См. также в других словарях:
διφθέρα — διφθέρᾱ , διφθέρα prepared hide fem nom/voc/acc dual διφθέρᾱ , διφθέρα prepared hide fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέρᾳ — διφθέραι , διφθέρα prepared hide fem nom/voc pl διφθέρᾱͅ , διφθέρα prepared hide fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek
διφθέρα — η κατεργασμένο δέρμα στο οποίο έγραφαν, περγαμηνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διφθέρας — διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem acc pl διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέραι — διφθέρα prepared hide fem nom/voc pl διφθέρᾱͅ , διφθέρα prepared hide fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέραν — διφθέρᾱν , διφθέρα prepared hide fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кожа — • Διφθέρα, см. Vestimenta, Одежда, 5 … Реальный словарь классических древностей
διφθερέων — διφθέρα prepared hide fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθερῶν — διφθέρα prepared hide fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθέραις — διφθέρα prepared hide fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)