Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διφθερῖτις

См. также в других словарях:

  • διφθερῖτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • дифтерит — народн. дифтерик (с вторичным ик). Из франц. diphtherite от лат. diphteritis, греч. διφθερῖτις : διφθέρα мех, кожа, шкура, пленка . Ср. дефтер …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»