-
1 διφθερίτις
-
2 διφθερῖτις
-
3 διφθερῖτις
διφθερῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu διφϑερίας; γραῦς Poll. 4, 138.
-
4 διφθερῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφθερῖτις
-
5 διφθέρα
Grammatical information: f.Meaning: `prepared skin, hide, leather', also leather objects (Ion.-Att.);Dialectal forms: Myc. diptera ( diptera₃) `leather' \/ diphthera\/; dipteraporo \/ diphthera-phoros?\/Derivatives: Diminut. διφθέριον (Theognost.); διφθερίς = διφθέρα (AP); διφθέρωμα `id.' (Thd.;); διφθερίας `man in leathern jerkin, landmann etc.' (Com.; Chantraine 93); f. διφθερῖτις (Poll.; Redard Les noms grecs en - της 114); διφθεράριος `pergamentmaker' ( Edict. Diocl. Asin.); διφθέρινος `made of δ., leathern' (X.). - Denomin. διφθερόομαι `be dressed in hides' (Str.). Note διψάρα δέλτος, οἱ δε διφθέρα H. (cf Schwyzer 326).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To δέφω, δέψω (de Saussure MSL 7, 91). ε\/ι is frequent in Pre-Greek (there was no phoneme e). δίψαρα shows typical Pre-Greek variation. Fur. 308, 326. - On Iranian LW [loanword] from διφθέρα, i.e. NPers. daftar `office', s. Bailey, Trans. Phil. Soc. 1933, 50. From here Lat. littera, perhaps via Etruscan (cf. διφθεραλοιφός γραμματοδιδάσκαλος παρὰ Κυπρίοις Η.)Page in Frisk: 1,400Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διφθέρα
См. также в других словарях:
διφθερῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… … Dictionary of Greek
дифтерит — народн. дифтерик (с вторичным ик). Из франц. diphtherite от лат. diphteritis, греч. διφθερῖτις : διφθέρα мех, кожа, шкура, пленка . Ср. дефтер … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… … Dictionary of Greek