Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

διφθερίς

См. также в других словарях:

  • διφθερίς — διφθερίς, η (Α) η διφθέρα …   Dictionary of Greek

  • διφθερίδες — διφθερίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»