Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διττολογίᾳ

См. также в других словарях:

  • διττολογία — δισσολογίᾱ , δισσολογία repetition of words fem nom/voc/acc dual δισσολογίᾱ , δισσολογία repetition of words fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διττολογίᾳ — δισσολογίᾱͅ , δισσολογία repetition of words fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισσολογία — και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία) γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος») αρχ. αμφισβήτηση, ασάφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + λογία < λόγος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»