-
1 διττολογία
δισσολογίᾱ, δισσολογίαrepetition of words: fem nom /voc /acc dualδισσολογίᾱ, δισσολογίαrepetition of words: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δισσολογίᾱͅ, δισσολογίαrepetition of words: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 διττολογίᾳ
Βλ. λ. διττολογία
См. также в других словарях:
διττολογία — δισσολογίᾱ , δισσολογία repetition of words fem nom/voc/acc dual δισσολογίᾱ , δισσολογία repetition of words fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διττολογίᾳ — δισσολογίᾱͅ , δισσολογία repetition of words fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισσολογία — και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία) γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος») αρχ. αμφισβήτηση, ασάφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + λογία < λόγος] … Dictionary of Greek