-
1 δισσό-γλωσσος
δισσό-γλωσσος, διττογ., zweisprachig, Sp.
-
2 δισσο-γλωττία
δισσο-γλωττία, ἡ, od. διττογ., das Reden zweier Sprachen.
-
3 δισσογλωττία
δισσο-γλωττία, ἡ, od. διττογ., das Reden zweier Sprachen -
4 δισσόγλωσσος
δισσό-γλωσσος, διττογ., zweisprachig