-
1 δισυλλαβία
δισυλλαβίᾱ, δισυλλαβίαpair of syllables: fem nom /voc /acc dualδισυλλαβίᾱ, δισυλλαβίαpair of syllables: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δισυλλαβίᾱͅ, δισυλλαβίαpair of syllables: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δισυλλαβίᾳ
Βλ. λ. δισυλλαβία -
3 δισυλλαβία
δῐσυλλᾰβ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισυλλαβία
-
4 δισυλλαβίας
δισυλλαβίᾱς, δισυλλαβίαpair of syllables: fem acc plδισυλλαβίᾱς, δισυλλαβίαpair of syllables: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 δισυλλαβίαν
δισυλλαβίᾱν, δισυλλαβίαpair of syllables: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
δισυλλαβία — δισυλλαβίᾱ , δισυλλαβία pair of syllables fem nom/voc/acc dual δισυλλαβίᾱ , δισυλλαβία pair of syllables fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυλλαβίᾳ — δισυλλαβίᾱͅ , δισυλλαβία pair of syllables fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυλλαβίας — δισυλλαβίᾱς , δισυλλαβία pair of syllables fem acc pl δισυλλαβίᾱς , δισυλλαβία pair of syllables fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισυλλαβίαν — δισυλλαβίᾱν , δισυλλαβία pair of syllables fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek