-
1 διστακτικός
διστακτικός, zum Zweifeln gehörig; bes. bei Gramm.; = einen Zweifel ausdrückend, Apoll. Dysc. synt. p. 264. – Adv., Schol. Il. 1, 100.
-
2 διστακτικος
-
3 διστακτικός
διστακτικόςexpressive of doubt: masc nom sg -
4 διστακτικός
διστακτικός, zum Zweifeln gehörig; bes. bei Gramm.; = einen Zweifel ausdrückend -
5 διστακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διστακτικός
-
6 διστακτικός
1) diffident2) indecisive3) reluctantΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διστακτικός
-
7 indecisive
διστακτικός -
8 διστακτικά
διστακτικόςexpressive of doubt: neut nom /voc /acc plδιστακτικά̱, διστακτικόςexpressive of doubt: fem nom /voc /acc dualδιστακτικά̱, διστακτικόςexpressive of doubt: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 διστακτικόν
διστακτικόςexpressive of doubt: masc acc sgδιστακτικόςexpressive of doubt: neut nom /voc /acc sg -
10 διστακτικοί
διστακτικόςexpressive of doubt: masc nom /voc pl -
11 διστακτική
διστακτικόςexpressive of doubt: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 διστακτικήν
διστακτικόςexpressive of doubt: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 tereddütlü
διστακτικός, αναποφάσιστος -
14 нерешительный
-
15 неуверенный
неуверенный αβέβαιος· αναποφάσιστος, διστακτικός (нерешительный)* * *αβέβαιος; αναποφάσιστος, διστακτικός ( нерешительный) -
16 нерешительный
нереши́тельн||ыйприл ἀναποφάσιστος, διστακτικός:\нерешительныйый человек ὁ διστακτικός ἀνθρωπος· \нерешительныйым тоном διστακτικά. -
17 нерешительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαναποφάσιστος, διστακτικός, ενδοιαστικός•-человек διστακτικός άνθρωπος•
нерешительный характер αναποφάσιστος χαρακτήρας.
-
18 неуверенностьый
неуверенность||ыйприл ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του. -
19 робкий
роб||кийприл ἄτολμος, συνεσταλμένα, διστακτικός (несмелый)/ δειλός, φοβι-τσιάρης (боязливый)/ ντροπαλός (застенчивый):\робкий голос ἡ διστακτική φωνή· он не \робкийкого десятка δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβοδνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
20 стеснительный
стесни́тельн||ыйприл1. (застенчивый) ντροπαλός, διστακτικός·2. (стесняющий) ἐνοχλητικός, στενόχωρος.
См. также в других словарях:
διστακτικός — expressive of doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικός — και δισταχτικός, ή, ό (AM διστακτικός, ή, όν) [διστάζω] αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος … Dictionary of Greek
διστακτικός — ή, ό επίρρ. ά ο αμφιταλαντευόμενος, αυτός που διστάζει: Προχωρούσε με διστακτικό βήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διστακτικά — διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc pl διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc/acc dual διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικόν — διστακτικός expressive of doubt masc acc sg διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικοῖς — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικοί — διστακτικός expressive of doubt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικοῦ — διστακτικός expressive of doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικῆς — διστακτικός expressive of doubt fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτικῇ — διστακτικός expressive of doubt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστακτική — διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)