Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διστακτικός

См. также в других словарях:

  • διστακτικός — expressive of doubt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικός — και δισταχτικός, ή, ό (AM διστακτικός, ή, όν) [διστάζω] αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος …   Dictionary of Greek

  • διστακτικός — ή, ό επίρρ. ά ο αμφιταλαντευόμενος, αυτός που διστάζει: Προχωρούσε με διστακτικό βήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διστακτικά — διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc pl διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc/acc dual διστακτικά̱ , διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικόν — διστακτικός expressive of doubt masc acc sg διστακτικός expressive of doubt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικοῖς — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικοί — διστακτικός expressive of doubt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικοῦ — διστακτικός expressive of doubt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικῆς — διστακτικός expressive of doubt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτικῇ — διστακτικός expressive of doubt fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διστακτική — διστακτικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»