-
1 διστακτικοίς
-
2 διστακτικοῖς
См. также в других словарях:
διστακτικοῖς — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διστακτικοίς
2 διστακτικοῖς
διστακτικοῖς — διστακτικός expressive of doubt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)