-
1 δισταγμός
δισταγμός, ὁ, das Zweifeln, der Zweifel, Plut. Apophth. Lac. p. 191 u. a. Sp.
-
2 δισταγμος
-
3 δισταγμός
δισταγμόςdoubt: masc nom sg -
4 δισταγμός
δισταγμός, ὁ, das Zweifeln, der Zweifel -
5 δισταγμός
δισταγμός, οῦ, ὁ (Agatharchides [II B.C.] 21 [GGM I 120, 8]; Plut., Mor. 214f; schol. on Apollon. Rhod. 3, 539a) pert. to being uncertain as to what side or position one should take in a disputed matter, doubt εἰς δ. βάλλειν plunge into doubt 1 Cl 46:9. ἐν δ. γενέσθαι become uncertain Hs 9, 28, 4.—B. 1244. DELG s.v. δί. -
6 δισταγμός
ο колебание, сомнение; нерешительность -
7 δισταγμός
[дистагмос] ουσ α колебание, нерешительность. -
8 δισταγμός
hésitation -
9 δισταγμός
1) niezdecydowanie (n) rzecz.2) wahanie (n) rzecz. -
10 δισταγμός
1) nerozhodnost2) otálení3) váhání -
11 δισταγμός
1) hesitation2) misgivingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δισταγμός
-
12 δισταγμόν
δισταγμόςdoubt: masc acc sg -
13 δισταγμοίς
-
14 δισταγμοῖς
-
15 δισταγμού
-
16 δισταγμοῦ
-
17 δισταγμώ
-
18 δισταγμῷ
-
19 διστασμός
διστασμός, ὁ,A = δισταγμός, Thphr.Metaph.31, Sch.Od.2.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διστασμός
-
20 διστάζω
Grammatical information: v.Meaning: `hesitate, be uncertain, doubt' (Pl.)Other forms: fut. διστάσωDerivatives: Analogical δισταγμός (Agatharch.), δίσταγμα (Phld.), διστακτικός (A. D.), διστάξιμος (Ptol.), διστασμός (Thphr.).Origin: IE [Indo-European] [228, 232] *du̯i-s- `double'Etymology: Since Solmsen (KZ 37, 20f., IF 14, 437) considered a denominative of *δι-στ-ος = Skt. dvi-ṣṭh-a- `double', awno. tvi-st-r prop. *`twofold', `sad', IE *du̯i-sth₂-o-, from du̯i- (s. δίς) and steh₂- `stand' (s. ἵστημι); cf. δύστηνος. But it could also be a derivation of δίζω, cf. ἑρπυστάζω beside ἑρπύζω, κλαστάζω beside κλάω etc. (Schwyzer 706).Page in Frisk: 1,399Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διστάζω
См. также в других словарях:
δισταγμός — doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία … Dictionary of Greek
δισταγμός — ο αναποφασιστικότητα λόγω αβεβαιότητας, ενδοιασμός: Ο δισταγμός του να μιλήσει ήταν ολοφάνερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δισταγμοῖς — δισταγμός doubt masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμοῦ — δισταγμός doubt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμῷ — δισταγμός doubt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισταγμόν — δισταγμός doubt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… … Dictionary of Greek