-
1 δισκοειδής
δισκο-ειδής, ές,A quoit-shaped, Agatharch.105, Dsc.2.156, Placit.2.27.3, Ruf.Anat.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισκοειδής
См. также в других словарях:
δακτυλιοειδής — ( ούς), ές 1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου 2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό τού λάρυγγα 3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος τής Σελήνης δεν… … Dictionary of Greek