-
1 διποδια
ἥ1) двуногость(ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.)
2) стих. диподия, сочетание двух стоп3) диподия ( лаконская пляска) -
2 συζυγια
ἥ1) соединение, связь(τῶν φλεβῶν Arst.)
2) парная запряжка(πώλων Eur.)
3) парное сочетание, пара Plat., Arst., Anth.κατὰ συζυγίας Arst. — попарно
4) любовная связь Anth.5) спаривание(τῶν ζῴων Anth.)
6) грам. словоизменение (склонение или спряжение)7) стих. (= διποδία См. διποδια) парная стопа
См. также в других словарях:
διποδία — διποδίᾱ , διποδία two footedness fem nom/voc/acc dual διποδίᾱ , διποδία two footedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδίᾳ — διποδίᾱͅ , διποδία two footedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδία — η (AM διποδία) 1. το να έχει κανείς δύο πόδια 2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ ένα κώλο, μέτρο νεοελλ. διποδισμός* αρχ. είδος χορού τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek
διποδία — η 1. η ιδιότητα του δίποδου: Η διποδία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου. 2. (μετρ.), η ένωση δύο ποδών σε ένα μέτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διποδίας — διποδίᾱς , διποδία two footedness fem acc pl διποδίᾱς , διποδία two footedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδίαι — διποδίᾱͅ , διποδία two footedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδίαν — διποδίᾱν , διποδία two footedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδιῶν — διποδία two footedness fem gen pl διποδιάζω dance the fut part act masc voc sg διποδιάζω dance the fut part act neut nom/voc/acc sg διποδιάζω dance the fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром … Википедия
διποδιάζω — (Α) [διποδία] χορεύω τον λακωνικό χορό διποδία … Dictionary of Greek
Диподия — (др. греч. ἡ διποδία, двустопие) в античном стихосложении: стих, состоящий из двух стоп, напр. трохеическая диподия U | U, анапестическая диподия UU | UU всякий стих, состоящий из двустопных метров, напр. ямбический триметр, U ¦ U | U ¦ U | … Википедия