Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

διπλός

  • 1 διπλός

    η, ό[ν]
    1) двойной, удвоенный;

    διπλή κορνίζα — двойная рама;

    2) двойной, двоякий;

    διπλή πολιτική — двойственная политика;

    διπλή έννοια ( — или σημασία) — двоякий смысл;

    παίζω διπλό παιγνίδι — вести двойную игру;

    3) двухколейный;
    4) двуспальный;

    διπλό κρεβάτι — двуспальная кровать;

    5) двусторонний;

    διπλή περιπνευμονία — двустороннее воспаление лёгких;

    § καί τού χρόνου διπλός — желаю тебе в этом году жениться;

    κερδίζει τα διπλά — он зарабатывает в два раза больше;

    έγινε διπλός — он сильно пополнел;

    τα βλέπω διπλά — у меня в глазах двоится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διπλός

  • 2 διπλός

    [диплос] εκ. удвоенный, двойной.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διπλός

  • 3 διπλός

    [диплос] επ удвоенный, двойной.

    Эллино-русский словарь > διπλός

  • 4 Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος

    Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος
    – Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια
    Дурная голова ногам покоя не дает
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος
    Бесцельный ум – двойная работа
    Дурная голова ногам покоя не дает
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος

  • 5 Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια

    Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος
    – Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια
    Дурная голова ногам покоя не дает
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος
    Бесцельный ум – двойная работа
    Дурная голова ногам покоя не дает
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια

  • 6 διπλούς

    η, ούν
    1) см. διπλός; 2) грам, двойной;

    διπλά σύμφωνα — двойные согласные;

    § εις διπλούν — а) в двух экземплярах; — б) в двойном количестве

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διπλούς

  • 7 νού

    σου ты выбрось это из головы;
    βάλτο καλά στο νού σου а) ты не забывай об этом; запомни раз и навсегда; б) ты серьёзно подумай об этом;

    πού είχες το νού σου — или πού ήταν ο νού σου; — о чём ты только думал?, куда ты смотрел?;

    κάνω όξω νού быть беспечным, беззаботным;
    (έχε) το νού σου! будь внимателен!, будь осторожен!; να 'χουμε και το νού μας а) мы должны быть внимательными; б) мы не должны забываться;

    δεν κόφτει ο νού του — у него голова плохо соображает;

    άσκοπος ο νού, διπλός ο κόπος — погов, дурная голова ногам покоя не даёт;

    όξω νού και πέρα βρέχει погов. ему до лампочки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νού

См. также в других словарях:

  • διπλός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

  • διπλός — ή, ό επίρρ. ά 1. διπλάσιος: Αυτή τη φορά πλήρωσα τα διπλά χρήματα. 2. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη: Χάραξε διπλή γραμμή. 3. διπλωμένος: Ρίξε μου διπλή την κουβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλά — διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλότερον — διπλός adverbial comp διπλός masc acc comp sg διπλός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • διπλόν — διπλός masc acc sg διπλός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλαῖσι — διπλός fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλαί — διπλός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλοῖσι — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλοῖσιν — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»