Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διπλωματικός

См. также в других словарях:

  • διπλωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη διπλωματία: Είναι διπλωματικός υπάλληλος. 2. αυτός που αναφέρεται στο δίπλωμα: Δίνω διπλωματικές εξετάσεις. 3. μτφ., επιτήδειος, πονηρός: Μας έδωσε διπλωματική απάντηση στο ερώτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα») 2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής 3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων …   Dictionary of Greek

  • διάγγελος — ο (AM διάγγελος) 1. ο διαγγελέας 2. υπασπιστής στρατηγού (ιδιαίτερος αξιωματικός) που διαβιβάζει τις διαταγές του (λατ. tesserarius) νεοελλ. 1. παλαιότερα, ο διπλωματικός αντιπρόσωπος τής Αυστριακής Μοναρχίας 2. διπλωματικός αντιπρόσωπος τού πάπα …   Dictionary of Greek

  • διαπιστεύομαι — (Α διαπιστεύω) νεοελλ. 1. διορίζομαι ως διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένη χώρα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαπεπιστευμένος, η, ο αυτός ο οποίος έχει ανατεθεί από το κράτος ή την υπηρεσία σε αρμόδιο υπάλληλο 3. το αρσ. ως ουσ. ο διπλωματικός εκπρόσωπος… …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1839 – 1892). Δημοσιογράφος. Γιος του Σκαρλάτου Β., φυλακίστηκε πολύ νέος μαζί με τον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο για τα αντιοθωνικά του φρονήματα (1859). Το 1861 έφυγε για τη Βιέννη, όπου έγινε διευθυντής της ελληνικής εφημερίδας Ημέρα, την… …   Dictionary of Greek

  • Καραπάνος, Αλέξανδρος — (Άρτα 1873 – Παρίσι 1946). Πολιτικός. Εργάστηκε ως διπλωματικός υπάλληλος στη Ρώμη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και στη Σόφια και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες ως διπλωματικός σύμβουλος της στρατιάς Ηπείρου… …   Dictionary of Greek

  • ανεπιθύμητος — η, ο (Α ἀνεπιθύμητος, ον) νεοελλ. 1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος 2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία 3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο» (λατ. persona non grata) αντιπρόσωπος διπλωματικός*, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα …   Dictionary of Greek

  • αντιπρόσωπος — ο (AM ἀντιπρόσωπος) νεοελλ. 1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου 2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό 3. «αντιπρόσωπος εμπορικός»… …   Dictionary of Greek

  • ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… …   Dictionary of Greek

  • βαλίτσα — και τζα, η 1. ταξιδιωτικός σάκκος, παραλληλεπίπεδου σχήματος, ο οποίος αποτελείται από δύο μισά που συνδέονται με στρόφιγγες και χρησιμεύει στη μεταφορά προσωπικών ειδών 2. φρ. «διπλωματική βαλίτσα» ο διπλωματικός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»