-
1 διπλους
-
2 διπλοῦς
{прил., 4}двойной, двукратный, вдвое больший, вдвое худший.Ссылки: Мф. 23:15; 1Тим. 5:17; Откр. 18:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διπλοῦς
-
3 διπλούς
{прил., 4}двойной, двукратный, вдвое больший, вдвое худший.Ссылки: Мф. 23:15; 1Тим. 5:17; Откр. 18:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διπλούς
-
4 διπλούς
-
5 διπλοῦς
двойной, двукратный, вдвое больший, вдвое худший.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διπλοῦς
-
6 διπλοῦς
двойной, вдвое больший -
7 διπλοος
стяж. διπλοῦς 3(ион. f διπλέη)1) двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами(διπλῆ μάστιξ Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.)
ὅθι δ. ἤντετο θώρηξ Hom. — там, где один край брони заходил за другой2) двойной ширины, дважды обертываемый(χλαίνη Hom.)
3) двукратный или вторичный(ὁδός Aesch.; θάνατος Her.)
παῖσαι διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — нанести второй удар4) двухэтажный(οἰκίδιον Lys.)
5) состоящий из двух элементов, составной, сложный(ὄνομα, λῆξις Arst.)
6) двоякого рода, двоякий(κίνησις Arst.)
7) двое, два, оба(διπλοῖ στρατηλάται, sc. Ἀγαμέμνων καὴ Μενέλαος Soph.)
8) согнутый, согбенный(ἄκανθα Eur.)
9) взаимный10) вдвое больший(τινος Plat.)
διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Dem. — возместить ущерб в двойном размере11) двоедушный, двуличный(ἀνήρ Eur., Plat.; πρός τινα Xen.)
-
8 κνωδων
- οντος ὅ1) нож, мечὁ αἰόλος κ. Soph. — сверкающий меч
2) pl. лезвие3) pl. зубцы, зубья, острия(τῆς λόγχης Xen.)
-
9 πομπος
I21) провожающий, сопровождающий(Ἀργεϊφόντης, т.е. Ἑρμῆς Hom.)
2) предводительствующий(ἀρχαί Aesch.)
3) указующий, сигнальный(πῦρ Aesch.)
IIὅ и ἥ1) провожатый, проводникπομποὺς ἅμα πέμπειν Her. — послать проводников с кем-л.;
οὐκ ἄνευ πομπῶν Soph. — не без провожатых, т.е. со свитой2) посылающий, податель(τῶν ἐσθλῶν Aesch.)
3) гонец, вестник(πέμψαι διπλοῦς πομπούς Soph.)
-
10 1362
{прил., 4}двойной, двукратный, вдвое больший, вдвое худший.Ссылки: Мф. 23:15; 1Тим. 5:17; Откр. 18:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1362
См. также в других словарях:
διπλούς — ή, ούν βλ. διπλός … Dictionary of Greek
διπλοῦς — διπλόος twofold masc acc pl (attic) διπλόος twofold masc nom sg (attic) διπλόω repeat pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλούς — διπλός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλούς πέλεκυς — Αντικείμενο θρησκευτικής σημασίας σε αρχαίους πολιτισμούς. Υπήρξε ένα από τα κυριότερα θρησκευτικά σύμβολα του μινωικού κόσμου. Βλ. λ. πελέκι … Dictionary of Greek
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… … Dictionary of Greek
αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… … Dictionary of Greek