-
1 διπλεθρία
διπλεθρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλεθρία
-
2 δίπλεθρος
δίπλεθρ-ος, ον,2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπλεθρος
-
3 διπλεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλεία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский