Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διπλασίασις

См. также в других словарях:

  • διπλασιάσει — διπλασίασις fem nom/voc/acc dual (attic epic) διπλασιάσεϊ , διπλασίασις fem dat sg (epic) διπλασίασις fem dat sg (attic ionic) διπλασιάζω double aor subj act 3rd sg (epic) διπλασιάζω double fut ind mid 2nd sg διπλασιάζω double fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιάσεις — διπλασίασις fem nom/voc pl (attic epic) διπλασίασις fem nom/acc pl (attic) διπλασιάζω double aor subj act 2nd sg (epic) διπλασιάζω double fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίασιν — διπλασίασις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίαση — η (Α διπλασίασις) [διπλασιάζω] διπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • διπλασιάσεως — διπλασιάσεω̆ς , διπλασίασις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιάσῃ — διπλασιάσηι , διπλασίασις fem dat sg (epic) διπλασιάζω double aor subj mid 2nd sg διπλασιάζω double aor subj act 3rd sg διπλασιάζω double fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»