-
1 διοτρεφης
См. также в других словарях:
διοτρεφής — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής από την Αντιόχεια που άκμασε την εποχή του Στράβωνα. Ήταν δάσκαλος του ρήτορα Υβρέα. * * * διοτρεφής, ές (Α) αυτός που ανατράφηκε από τον Δία, θείος («διοτρεφέες βασιλῆες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + τρεφής… … Dictionary of Greek