Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διοίγω

См. также в других словарях:

  • διοίγω — διοίγνυμι open pres subj act 1st sg διοίγνυμι open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς …   Dictionary of Greek

  • συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»