-
1 διοιγω
1) отпирать(κλῇθρα Soph.)
2) открывать, растворять(τὸν πόρον Arst.)
3) вскрывать, разрезать(σφάγια Eur.)
-
2 διοίγω
1 split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b. -
3 διοίγω
διοίγνυμιopen: pres subj act 1st sgδιοίγνυμιopen: pres ind act 1st sg -
4 διοιγνυμι
-
5 διοίγνυμι
A open,τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.Ec. 852
: metaph.,τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442
:—[voice] Pass., Id.2.414:—also [full] διοίγω, S.Aj. 346, OT 1287, 1295 ([voice] Pass.), Pl.Smp. 222a ([voice] Pass.), etc.; ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια (sc. τῇ μαχαίρᾳ) E.Supp. 1205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοίγνυμι
См. также в других словарях:
διοίγω — διοίγνυμι open pres subj act 1st sg διοίγνυμι open pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
συνδιοίγω — Μ ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοίγω «ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό»] … Dictionary of Greek