Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

διοσημεῖα

См. также в других словарях:

  • διοσημεία — διοσημείᾱ , Διοσημία a sign from Zeus fem nom/voc/acc dual διοσημείᾱ , Διοσημία a sign from Zeus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοσημείας — διοσημείᾱς , Διοσημία a sign from Zeus fem acc pl διοσημείᾱς , Διοσημία a sign from Zeus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοσημείαν — διοσημείᾱν , Διοσημία a sign from Zeus fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • Арат из Сол — У этого термина существуют и другие значения, см. Арат. Арат. Медальон XVI века …   Википедия

  • ARATUS — I. ARATUS Cnidius, Historiam Aegypti scripsit. II. ARATUS Poeta Solensis, tempore Ptolemaei Philadelphi, in aula Antigoni Gonatae, fil. Demetrii Poliorcetae plerumque versatus. Scripsit, quae exstant φαινόμενα et Διοσήμεια, in quibus situm, motum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OCTAETERIS — seu octo annorum tempus, apud Graecos duplex fuit. Hi enim cum primo Tetraeteride uterentur, quae Elidensis Olympias dicta, ut Pythia Delphis, cuius primus mensis erat Lunaris, sequentes non item: hunc errorem Olympiadis 61. annô secundô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εναίσιος — ἐναίσιος, ον (Α) εναίσιμος 1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.) 2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.) 3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»