-
1 начальнический
επ.διοικητικός, του διοικητή κλ. ουσ.-ие обязанности οι διοικητικές υποχρεώσεις•
начальнический тон διοικητικός τόνος•
-вид διοικητικό παρουσιαστικό•
-ая строгость διοικητική αυστηρότητα.
-
2 правленческий
επ.διοικητικός•правленческий аппарат διοικητικός μηχανισμός.
-
3 управленский
επ. παλ. διοικητικός•служащий διοικητικός υπάλληλος.
-
4 управленческий
επ.διοικητικός•управленческий аппарат ο διοικητικός μηχανισμός•
-ие расходы τα διοικητικά έξοδα.
-
5 правительствующий
(правящий) κυβερνών, διοικητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правительствующий
-
6 управляющий
1. (направляющий, регулирующий) διοικητικός, της διοίκησης 2. (тот, кто руководит организацией, отделом и т.п.) о διοικητήςο διευθυντήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > управляющий
-
7 административный
административный διοι κητικός \административныйое деление η διοι κητική διαίρεση* * *администрати́вное деле́ние — η διοικητική διαίρεση
-
8 административный
администр||ативныйприл в разн. знач. διοικητικός:\административныйати́вная должность ἡ διοικητική θέση; \административныйати́вное деление страны ἡ διοικητική διαίρεση τής χώρας; \административныйати́вное взыскание ἡποινή, ἡ κύρωση. -
9 аппарат
аппаратм1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα -
10 ведомственный
ведомственныйприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, διοικητικός:\ведомственный дом οίκημα πού ἀνήκει σέ κάποια ὑπηρεσία· \ведомственныйвенная переписка ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία. -
11 командный
командн||ыйприл τής διοικήσεως, διοικητικός:\командныйая должность ἡ διοικητική θέση· \командный пункт ὁ σταθμός διοικήσεως· \командный состав τά μόνιμα στελέχη στρατού ἡ στόλου· ◊ \командныйые высоты τά δεσπόζοντα σημεία· \командныйое положение ἡ δεσπόζουσα θέση. -
12 командный
[καμάνντνυΐ] επ. διοικητικός -
13 командный
[καμάνντνυϊ] επ διοικητικός -
14 административный
επ.διοικητικός•-ые органы διοικητικά όργανα•
-ое взыскание διοικητική τιμωρία.
-
15 администраторский
επ.διοικητικός, του διοικητή•-ие способности διοικητικές ικανότητες.
-
16 командирский
επ.διοικητικός•командирский опыт διοικητική πείρα.
-
17 командный
επ.1. διατακτικός, προστακτικός• του παραγγέλματος. || του τμήματος, της ομάδας, του αποσπάσματος. || του πληρώματος.2. διοικητικός, του διοικητή•-ая должность διοικητική θέση•
командный пост σταθμός διοίκησης, ηγετικός, καθοδηγητικός•
-ые посты ηγετικές θέσεις (κλειδιά).
εκφρ.-ая высота (ή позиция) – δεσπόζον ύψωμα•- ое положение – κύρια θέση (κλειδί)•командный состав – α) τα στρατιωτικά ή ναυτικά στελέχη, β) στελέχη επιχειρήσεων. -
18 начальственный
επ.1. των διοικητών, των προϊσταμένων.2. διοικητικός (για ύφος, σοβαρότητα). -
19 начальствующий
επ. από μτχ.διοικητικός• καθοδηγητικός. -
20 правительствующий
επ.εξουσιαστής, κυβερνών, διοικητικός, ιθύνων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διοικητικός — controlling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικός — ή, ό (AM διοικητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση ή στον διοικητή 2. ο ικανός, κατάλληλος να διοικεί νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. το διοικητικό η διοικητική ικανότητα II. (φρ) 1. «διοικητικές διαφορές» διαφορές ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
διοικητικός, -ή — ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη διοίκηση ή το διοικητή: Από αύριο ασκεί διοικητικά καθήκοντα. 2. το ουδ. ως ουσ., διοικητικό η διοικητική ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διοικητικός έλεγχος — Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το… … Dictionary of Greek
διοικητικῶν — διοικητικός controlling fem gen pl διοικητικός controlling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικόν — διοικητικός controlling masc acc sg διοικητικός controlling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικαί — διοικητικός controlling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικοί — διοικητικός controlling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικούς — διοικητικός controlling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητική — διοικητικός controlling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικήν — διοικητικός controlling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)