-
1 διοδοιπορέω
A = διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Hdt.8.129, cf. J. Ap.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοδοιπορέω
-
2 διοδοιπορήκεσαν
διοδοιπορέωplup ind act 3rd pl (ionic) -
3 διοδοιπορήσαι
-
4 διοδοιπορῆσαι
-
5 διοδοιπορούντες
διοδοιπορέωpres part act masc nom /voc pl (attic epic doric)διοδοιπορέωpres part act masc nom /voc pl (attic epic doric) -
6 διοδοιποροῦντες
διοδοιπορέωpres part act masc nom /voc pl (attic epic doric)διοδοιπορέωpres part act masc nom /voc pl (attic epic doric)
См. также в других словарях:
διοδοιποροῦντες — διοδοιπορέω pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) διοδοιπορέω pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοδοιπορῆσαι — διοδοιπορέω aor inf act διοδοιπορέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοδοιπορήκεσαν — διοδοιπορέω plup ind act 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)