-
1 δινωτος
-
2 δινωτός
A turned, rounded, λέχη, κλισίη, Il.3.391, Od.19.56; ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτήν (sc. ἀσπίδα) covered with.. circular plates (or adorned with spirals), Il.13.407;θρόνος A.R.3.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δινωτός
-
3 δῖνωτός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δῖνωτός
-
4 δινωτός
δινωτός, gerundet, rund gedrechselt, überhaupt wohl = zierlich gearbeitet -
5 δινωτός
δῑνωτός, δινωτόςturned: masc nom sg -
6 δινωτόν
δῑνωτόν, δινωτόςturned: masc acc sgδῑνωτόν, δινωτόςturned: neut nom /voc /acc sg -
7 δῑνόω
δῑνόω, rund machen, drechseln; davon adject. verbal. δινωτός, gerundet, rund gedrechselt, überhaupt wohl = zierlich gearbeitet; Homer dreimal: Iliad. 13, 407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐίσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 4 Δινωτήν· στρογγύλην; Iliad. 3, 391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Fried laender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῠσϑαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Odyss. 19, 56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – Sp. D.; ϑρόνος Apoll. Rh. 3, 44.
-
8 δινωτή
-
9 δινωτῇ
-
10 δινωτοίο
-
11 δινωτοῖο
-
12 δινωτοίς
-
13 δινωτοῖς
-
14 δινωτοίσι
-
15 δινωτοῖσι
-
16 δινωτοίσιν
-
17 δινωτοῖσιν
-
18 δινωτού
-
19 δινωτοῦ
-
20 δινωτούς
δῑνωτούς, δινωτόςturned: masc acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός … Dictionary of Greek
δινωτός — δῑνωτός , δινωτός turned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖο — δῑνωτοῖο , δινωτός turned masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖς — δῑνωτοῖς , δινωτός turned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖσι — δῑνωτοῖσι , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῖσιν — δῑνωτοῖσιν , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτοῦ — δῑνωτοῦ , δινωτός turned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτούς — δῑνωτούς , δινωτός turned masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτῇ — δῑνωτῇ , δινωτός turned fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινωτή — δῑνωτή , δινωτός turned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)