Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δινωτός

См. также в других словарях:

  • δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός …   Dictionary of Greek

  • δινωτός — δῑνωτός , δινωτός turned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖο — δῑνωτοῖο , δινωτός turned masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖς — δῑνωτοῖς , δινωτός turned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖσι — δῑνωτοῖσι , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖσιν — δῑνωτοῖσιν , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῦ — δῑνωτοῦ , δινωτός turned masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτούς — δῑνωτούς , δινωτός turned masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτῇ — δῑνωτῇ , δινωτός turned fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτή — δῑνωτή , δινωτός turned fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»