Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δινεῖ

  • 1 δινεί

    δινέω
    whirl: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    δινέω
    whirl: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    δῑνεῖ, δινεύω
    whirl: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    δῑνεῖ, δινεύω
    whirl: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > δινεί

  • 2 δινεῖ

    δινέω
    whirl: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    δινέω
    whirl: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    δῑνεῖ, δινεύω
    whirl: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    δῑνεῖ, δινεύω
    whirl: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > δινεῖ

  • 3 δίνει

    δίνω
    thresh out on the: pres ind mp 2nd sg
    δίνω
    thresh out on the: pres ind act 3rd sg
    δινέω
    whirl: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    δινέω
    whirl: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    δί̱νει, δινεύω
    whirl: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    δί̱νει, δινεύω
    whirl: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > δίνει

См. также в других словарях:

  • δινεῖ — δινέω whirl pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δινέω whirl pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) δῑνεῖ , δινεύω whirl pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δῑνεῖ , δινεύω whirl pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνει — δίνω thresh out on the pres ind mp 2nd sg δίνω thresh out on the pres ind act 3rd sg δινέω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δινέω whirl imperf ind act 3rd sg (attic epic) δί̱νει , δινεύω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δί̱νει …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»