-
1 двусторонний
двусторонний 1) δίπλευρος· \двустороннийее движение η κυκλοφορία διπλής φοράς 2) (обоюдный) διμερής· \двустороннийее соглашение η διμερής συμφωνία* * *1) δίπλευροςдвустороннее движе́ние — η κυκλοφορία διπλής φοράς
2) ( обоюдный) διμερήςдвустороннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
-
2 двусторонней
двустороннейприл1. δίπλευρος, διπλούς, διμερής:\двустороннейее воспаление легких ἡ διπλή περιπνευμονία· \двустороннейяя ткань ὑφασμα μέ δύο ὀψεις·2. (обоюдный) διμερής, ἀμοιβαίος:\двустороннейее соглашение ἡ διμερής συμφωνία. -
3 двойственный
επ., βρ: -вен, -венна, -вен-но.1. διπλός•-ое мнение διπλή γνώμη.
2. διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος•-ая политика διπλοπρόσωπη πολιτική•
-ая игра διπλό παιγνίδι.
3. διμερής•-ое соглашение διμερής συμφωνία•
-ое совещание διμερής σύσκεψη.
εκφρ.- ое число – (γραμμ.) ο διϋκός αριθμός. -
4 соглашение
соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο* * *с1) ( согласие) η συμφωνίαприходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση
двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο
-
5 двусоставный
κ. двухсоставный, επ. διμερής, δισυπόστατος•-ое предложение διμερής πρόταση (που έχει υποκείμενο και κατηγόρημα).
-
6 двусторонний
κ. двухсторонний, επ. δίπλευρος, διπλός•-ее воспаление легких η διπλή πνευμονία•
-ее уличное движение διπλή οδική κίνηση.
|| δίφατσος, από τις δυό μεριές όρθα, ντουμπλεφάς•-ее сукно δίφατση τσόχα.
|| διμερής•-ее соглашение διμερής συμφωνία.
-
7 обоюдосторонний
-яя, -ееεπ.διμερής, δίπλευρος•-ее соглашение διμερής συμφωνία.
-
8 бинарный
δυαδικός, διμερής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бинарный
-
9 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
10 сделка
η αγοραπωλησί/αη συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сделка
-
11 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
12 сплав
I.(смесь плавких металлов) το κράμαалюминиевый - του αργιλίου/αλου-μινίου- алюминиевый деформируемый - του αλουμινίου, μαλακτό- алюминиевый литейный - του αλουμινίου, χυτευτικόдвойной - см. двухкомпонент -ный двухкомпонентный - διμερής -зеркальный - για κατασκευή κατόπτρων/καθρεπτώνтройной - см. трёхкомпонентный -четырёхкомпонентный - см. четвертной -II.(леса) η μεταφορά ξυλείας με τη ροή του ποταμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплав
-
13 соглашение
соглашениес1. ἡ συμφωνία:предварительное \соглашение ἡ προκαταρκτική συμ-(ρωνία, ἡ προσυμφωνία· приходить к \соглашениею, достигать \соглашениея καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ·2. (договор) ἡ συμφωνία, τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:двустороннее \соглашение ἡ διμερής συμφωνία· торговое \соглашение ἡ ἐμπορική σύμβαση· заключать \соглашение κλείνω συμφωνία, κλείνω σύμβαση, συνάπτω σύμ-φωνο[ν]. -
14 половинчатый
επ., βρ: -чат, -а, -о.1. διμερής, αποτελούμενος από δυο μέρη.2. νόθος• μεσοβέζικος•-ое решение μεσοβέζικη λύση ή απόφαση.
См. также в других словарях:
διμερής — bipartite masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερής — ές (AM διμερής) 1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη 2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη νεοελλ. αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερών («διμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη») … Dictionary of Greek
διμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μέρη: Τα δύο κράτη υπέγραψαν διμερή συμφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διμερῆ — διμερής bipartite neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διμερής bipartite masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερεῖ — διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διμερής bipartite masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερεῖς — διμερής bipartite masc/fem acc pl διμερής bipartite masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερές — διμερής bipartite masc/fem voc sg διμερής bipartite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμεροῦς — διμερής bipartite masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερῶν — διμερής bipartite masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερῶς — διμερής bipartite adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek