Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

διμερής

См. также в других словарях:

  • διμερής — bipartite masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμερής — ές (AM διμερής) 1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη 2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη νεοελλ. αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερών («διμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη») …   Dictionary of Greek

  • διμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μέρη: Τα δύο κράτη υπέγραψαν διμερή συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διμερῆ — διμερής bipartite neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διμερής bipartite masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμερεῖ — διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διμερής bipartite masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμερεῖς — διμερής bipartite masc/fem acc pl διμερής bipartite masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμερές — διμερής bipartite masc/fem voc sg διμερής bipartite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμεροῦς — διμερής bipartite masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμερῶν — διμερής bipartite masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμερῶς — διμερής bipartite adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»