Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

διλοχία

См. также в других словарях:

  • διλοχία — διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc/acc dual διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλοχία — η (Α διλοχία) νεοελλ. στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους αρχ. στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες …   Dictionary of Greek

  • διλοχία — η δύο λόχοι ενωμένοι: Η γέφυρα στήθηκε απο διλοχία του μηχανικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διλοχίας — διλοχίᾱς , διλοχία double company fem acc pl διλοχίᾱς , διλοχία double company fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλοχίαι — διλοχίᾱͅ , διλοχία double company fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλοχίης — διλοχία double company fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλοχίτης — ο (Α διλοχίτης) [διλοχία] νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διλοχία αρχ. αρχηγός διλοχίας …   Dictionary of Greek

  • σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»