-
1 διλοχία
-
2 δι-λοχίτης
δι-λοχίτης, ὁ, Anführer einer διλοχία; Arrian. tact. 13
-
3 διλοχίτης
δι-λοχίτης, ὁ, Anführer einer διλοχία
См. также в других словарях:
διλοχία — διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc/acc dual διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχία — η (Α διλοχία) νεοελλ. στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους αρχ. στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες … Dictionary of Greek
διλοχία — η δύο λόχοι ενωμένοι: Η γέφυρα στήθηκε απο διλοχία του μηχανικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διλοχίας — διλοχίᾱς , διλοχία double company fem acc pl διλοχίᾱς , διλοχία double company fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίαι — διλοχίᾱͅ , διλοχία double company fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίης — διλοχία double company fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίτης — ο (Α διλοχίτης) [διλοχία] νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διλοχία αρχ. αρχηγός διλοχίας … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek