Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δικόρυμβος

См. также в других словарях:

  • δικόρυμβος — δικόρυμβος, ον (Α) φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» με τις δυο κορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»] …   Dictionary of Greek

  • δικόρυμβος — twin peaked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικόρυμβον — δικόρυμβος twin peaked masc/fem acc sg δικόρυμβος twin peaked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικόρυμβα — δικόρυμβος twin peaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»