-
1 δικορυμβος
-
2 δικόρυμβος
δικόρυμβοςtwin-peaked: masc /fem nom sg -
3 δικόρυμβος
δι-κόρυμβος, ον,A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικόρυμβος
-
4 δικόρυμβος
-
5 δικόρυμβον
δικόρυμβοςtwin-peaked: masc /fem acc sgδικόρυμβοςtwin-peaked: neut nom /voc /acc sg -
6 δικόρυμβα
δικόρυμβοςtwin-peaked: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
δικόρυμβος — δικόρυμβος, ον (Α) φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» με τις δυο κορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»] … Dictionary of Greek
δικόρυμβος — twin peaked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικόρυμβον — δικόρυμβος twin peaked masc/fem acc sg δικόρυμβος twin peaked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικόρυμβα — δικόρυμβος twin peaked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek