-
1 δικρατης
21) двоевластныйδικρατεῖς Ἀτρεῖδαι Soph. — оба властителя Атрида (т.е. Агамемнон и Менелай)
2) побеждающий или сразивший обоихδικρατεῖς λόγχαι Soph. — копья, победившие обоих ( которыми Этеокл и Полиник убили друг друга)
-
2 δικρατής
δῐ-κρᾰτής, ές,A holding joint authority,δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι S.Aj. 252
(lyr.); δικρατεῖς λόγχας στήσαντε double-slaying spears, of Eteocles and Polynices, Id.Ant. 145 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικρατής
-
3 δικρατής
δι-κρατής, ές, doppelmächtig; Ἀτρεῖδαι, d. i. die zwei Herrscher; δικρατεῖς λόγχαι, = zweischneidig, od. richtiger: doppelgewaltig, ὅτι ἀλλήλους ἀπέκτειναν, nicht die mit beiden Händen geschwungenen, großen -
4 δικρατείς
δικρατήςholding joint authority: masc /fem acc plδικρατήςholding joint authority: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
5 δικρατεῖς
δικρατήςholding joint authority: masc /fem acc plδικρατήςholding joint authority: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
δικρατής — δικρατής, ές (Α) φρ. 1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία 2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι… … Dictionary of Greek
δικρατεῖς — δικρατής holding joint authority masc/fem acc pl δικρατής holding joint authority masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσκηπτρος — δίσκηπτρος, ον (Α) δίθρονος, δικρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκήπτρον] … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek