Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικρατής

См. также в других словарях:

  • δικρατής — δικρατής, ές (Α) φρ. 1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία 2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι… …   Dictionary of Greek

  • δικρατεῖς — δικρατής holding joint authority masc/fem acc pl δικρατής holding joint authority masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσκηπτρος — δίσκηπτρος, ον (Α) δίθρονος, δικρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκήπτρον] …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»