-
1 δικο-γράφος
δικο-γράφος, wer Proceßschriften, Reden für Andere schreibt, Poll. 8, 24; D. L. 6, 15.
-
2 δικογράφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικογράφος
-
3 δικογράφος
δικο-γράφος, wer Prozessschriften, Reden für andere schreibt -
4 δικογραφος
См. также в других словарях:
κλησίγραφος — και κλησιγράφος, ὁ (Μ) αυτός που γράφει τις κλήσεις, τις διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆσις + γράφος / γραφος (< γράφω), πρβλ. δικο γράφος, ιδιό γραφος] … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
παλιγγραφία — παλιγγραφία, ἡ (Α) αναθεώρηση δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γραφιά (< γράφος < γράφω), πρβλ. δικο γραφία] … Dictionary of Greek
προικογραφώ — έω, Μ καταγράφω σε κατάστιχο τα σχετικά με τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. δικο γραφώ] … Dictionary of Greek