Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δικο-γράφος

См. также в других словарях:

  • κλησίγραφος — και κλησιγράφος, ὁ (Μ) αυτός που γράφει τις κλήσεις, τις διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆσις + γράφος / γραφος (< γράφω), πρβλ. δικο γράφος, ιδιό γραφος] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • παλιγγραφία — παλιγγραφία, ἡ (Α) αναθεώρηση δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γραφιά (< γράφος < γράφω), πρβλ. δικο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • προικογραφώ — έω, Μ καταγράφω σε κατάστιχο τα σχετικά με τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. δικο γραφώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»