Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικονομικοί

  • 1 τύπος

    ο
    1) форма, вид, тип; 2) образец (тж. перен.); модель, форма, шаблон; трафарет;

    είναι τύπος και υπογραμμός — отличаться образцовым поведением;

    3) формальность; форма; проформа (разг); церемония;

    άνθρωπος των τύπων — чопорный, церемонный человек;

    δικονομικοί τύποι — процессуальные формы;

    τύπος χωρίς σημασία — пустая формальность;

    κρατώ τούς τύπους — а) (тж. τηρώ τούς τύπους) — соблюдать все формальности;

    б) соблюдать церемонии, церемониться;

    χωρίς τύπους — без церемоний;

    γιά τον τύπο — формально; — для проформы, для вида; — для отвода глаз (разг);

    4) след, отпечаток;
    5) печать, пресса;

    περιοδικός τύπος — периодическая печать, пресса;

    δημοσιεύω στον τύπο — опубликовать в печати;

    διά τού τύπου — через газету, печать;

    6) формула;
    7) тип (неодобр. — о человеке);

    ΰποπτος τύπος — подозрительный тип;

    είναι ένας τύπ! — вот это тип!;

    τί τύπος είναι αυτός; — что это за тип?;

    § κατά τύπους — с виду, на вид

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τύπος

См. также в других словарях:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Στρέιτ — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας νομομαθών. 1. Στέφανος (1835 – 1920). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία και ακολούθησε έπειτα το δικαστικό κλάδο. Το 1872 παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε διευθυντής,του υποκαταστήματος της Εθνικής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»