Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δικηγόρος

См. также в других словарях:

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — ο, η νομικός επαγγελματίας που παρίσταται στο δικαστήριο για λογαριασμό τρίτου ή παρέχει νομικές συμβουλές: Σπούδασε νομική και έγινε δικηγόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πατροκλείδης — Δικηγόρος της αρχαίας Αθήνας, κακοήθης και διεστραμμένος. Ο Αριστοφάνης, που ήταν σύγχρονός του, τον διακωμώδησε στους Όρνιθες. Οι Αθηναίοι τον ονόμαζαν με το παρωνύμιο Χεσάς …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρου — δικήγορος advocate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικηγόρων — δικήγορος advocate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικηγόρῳ — δικήγορος advocate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κατριβάνος, Θεόδωρος — (Λεοντάρι Αρκαδίας 1920 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στην Αθήνα, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση την περίοδο 1941 44 …   Dictionary of Greek

  • Κούνδουρος — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 58 κάτ.) της Κέας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 7 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκάκης, Γεώργιος-Αλέξανδρος — (Αθήνα 1922 –). Δικηγόρος, πανεπιστημιακός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, του οποίου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Σταδιοδρόμησε, αρχικά,… …   Dictionary of Greek

  • Μπέης, Δημήτριος — (Έδεσσα 1928 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος Αθηνών για αρκετά χρόνια ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκε και με την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»