-
1 δικασ-πόλος
δικασ-πόλος, wer sich mit dem Recht u. den Processen beschäftigt, Rechtspfleger, Richter; Homer zweimal, von Königen: Iliad. 1, 238 νῠν αὖτέ μιν (σκῆπτρον) υἷες Ἁχαιῶν ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται; Odyss. 11, 186 δαῖτας ἐίσας δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν. – Sp. D. Callim. Iov. 3; σκῆπτρον δ. Ap. Rh. 4, 1178; Phoenix Coloph. Ath. XII, 530 e.
-
2 δικασπόλος
δῐκασ-πόλος, ὁ, (A q[uglide]el, cf. τελέω) one who gives law, judge, Il.1.238, Phoen.1.7; fem., Orph.H.69.11: as Adj.,δ. ἄνδρα Od.11.186
;σκῆπτρον δ. A.R.4.1178
;δ. χρόνος Maiist.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικασπόλος
-
3 δικασπόλος
δικασ-πόλος, wer sich mit dem Recht u. den Prozessen beschäftigt, Rechtspfleger, Richter -
4 δικασπολος
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek