-
1 δικαστικός
δικαστικόςof: masc nom sg -
2 δικαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαστικός
-
3 δικαστικός
1) judicial2) judiciaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δικαστικός
-
4 δικαστικά
δικαστικόςof: neut nom /voc /acc plδικαστικά̱, δικαστικόςof: fem nom /voc /acc dualδικαστικά̱, δικαστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 δικαστικόν
δικαστικόςof: masc acc sgδικαστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 δικαστικαί
δικαστικόςof: fem nom /voc pl -
7 δικαστικοί
δικαστικόςof: masc nom /voc pl -
8 δικαστικούς
δικαστικόςof: masc acc pl -
9 δικαστική
δικαστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 δικαστικήν
δικαστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 δικαστικώτεροι
δικαστικόςof: masc nom /voc comp pl -
12 δικαστικών
-
13 δικαστικῶν
-
14 δικαστική
-
15 δικαστικῇ
-
16 δικαστικής
-
17 δικαστικῆς
-
18 δικαστικαίς
-
19 δικαστικαῖς
-
20 δικαστικοίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δικαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικός — ή, ό (AM δικαστικός, ή, όν) [δικαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριο νεοελλ. 1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» αντιπρόσωπος τής δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικός ο … Dictionary of Greek
δικαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη δικαιοσύνη, στους δικαστές και τα δικαστήρια: Στις εκλογές ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… … Dictionary of Greek
δικαστικός κλητήρας — Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής … Dictionary of Greek
δικαστικά — δικαστικός of neut nom/voc/acc pl δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc/acc dual δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικῶν — δικαστικός of fem gen pl δικαστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικόν — δικαστικός of masc acc sg δικαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
δικαστικαῖς — δικαστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικαί — δικαστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)