-
1 δικαστικοίς
-
2 δικαστικοῖς
См. также в других словарях:
δικαστικοῖς — δικαστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δικαστικοίς
2 δικαστικοῖς
δικαστικοῖς — δικαστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)