-
1 απαρχω
1) предводительствовать Pind., Anth.2) med. срезывать для принесения в жертву(τρίχας Hom. и τῶν τριχῶν Plut.; κόμης Eur., Plut.; τῶν κρεῶν καὴ σπλάγχνων Her.)
3) med. приносить в жертву первые плоды урожая(ἀ. τοῖς θεοῖς Xen.; ἄγε νυν ἀπάρχου Arph.)
4) med. отбирать как лучшую долю(ἕνα δικαστήν Plat.)
5) med. жертвоватьἀπήρχοντο ὡς ἕκαστος εἶχεν εὐπορίας Plut. — каждый внес (денежное) пожертвование в соответствии со своим состоянием
6) med. начинать, приступать -
2 καθιζω
ион. κατίζω (fut. καθίσω - атт. καθιῶ, aor. ἐκάθισα - атт. καθῖσα - эп. κάθισα, pf. κεκάθικα, эп. part. καθίσσας - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)1) сажать, усаживать(τινὰ ἐπὴ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὴ θρόνου Hom., NT. и εἰς θρόνον Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT.)
2) тж. med. садиться(ἐν θρόνοισι, ἐπὴ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.)
3) сидеть(μετ΄ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὴ γῆς Arst.)
4) помещать(τινὰ ἐπ΄ οἰκήματος Her.)
5) созывать, устраивать(ἀνδρῶν ἀγοράς Hom.; δικαστήριον Arph. - ср. 12; τέν σύγκλητον Plut.)
; созывать на совещание(τοὺς νομοθέτας Dem.)
6) (публично) заседатьκ. καὴ δικᾶν Her. — заседать в суде, творить суд
7) размещать, располагать(στρατόν Eur.; τέν στρατιάν Thuc.)
8) располагаться, размещаться(ἐπὴ τέν Μητρόπολιν Thuc.)
9) находиться, жить10) ставить, расставлять(φύλακας Xen.)
11) делать, устраиватьκ. ἐνέδραν Plut. — устраивать засаду
12) устанавливать, учреждать(δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5)
13) назначать(δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT.)
τέν βουλέν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. — возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами14) вынуждать, заставлять15) садиться на мель, оказываться на мели Polyb. -
3 καταφευγω
1) убегать, бежать(ἐκ τῆς μάχης Her.)
2) убегать, искать убежища(ἐς τὸ ἱρόν, ἐπὴ Διὸς βωμόν Her.; βωμόν Eur.; ἐς τὸν Πειραιᾶ Xen.; εἰς τὸ τεῖχος Plat.)
3) прибегать, обращаться(πρὸς θεῶν εὐχάς, εἰς τοὺς λόγους, ἐπὴ τὰς μηχανάς Plat.; ἐπὴ τὸν δικαστήν Arst.; εἰς ἀλλοτρίαν πίστιν Plut.)
См. также в других словарях:
δικαστήν — δικαστής a judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… … Dictionary of Greek