-
1 δικαιώση
δικαιώσηι, δικαίωσιςsetting right: fem dat sg (epic)δικαιόωset right: aor subj mid 2nd sgδικαιόωset right: aor subj act 3rd sgδικαιόωset right: fut ind mid 2nd sg -
2 δικαιώσῃ
δικαιώσηι, δικαίωσιςsetting right: fem dat sg (epic)δικαιόωset right: aor subj mid 2nd sgδικαιόωset right: aor subj act 3rd sgδικαιόωset right: fut ind mid 2nd sg -
3 δικαίωση
δικαίωση η1) оправдание,2) освобождение человека от первородного греха и освящение его благодатью Святого Духа и личной верой -
4 δικαίωση
-
5 δικαίωση
[дикэоси] ουσ. Θ. воздавание справедливости, оказывание правосудия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δικαίωση
-
6 δικαίωση
[дикэоси] ουσ θ воздавание справедливости, оказывание правосудия. -
7 haklılık
δικαίωση, δίκιο -
8 δικαιώσηι
δικαίωσιςsetting right: fem dat sg (epic)δικαιώσῃ, δικαιόωset right: aor subj mid 2nd sgδικαιώσῃ, δικαιόωset right: aor subj act 3rd sgδικαιώσῃ, δικαιόωset right: fut ind mid 2nd sg -
9 оправдание
оправдание с 1) η δικαιολογία, η δικαίωση* в своё \оправдание... σαν δικαιολογητικό μου... 2) юр. η αθώωση* * *с1) η δικαιολογία, η δικαίωσηв своё оправда́ние … — σαν δικαιολογητικό μου…
2) юр. η αθώωση -
10 оправдание
-я ουδ.1. δικαιολογία•искать себе -я ψάχνω να βρω δικαιολογίες.
|| απαλλαγή, αθώωση.2. δικαίωση•оправдание надежд δικαίωση των ελπίδων.
3. αναπλήρωση, αντιστάθμιση,κάλυψη (εξόδων κλπ.). -
11 оправдание
оправданиес1. ἡ δικαιολογία, ἡ ἀπολογία, ἡ δικαίωση [-ις]:в свое (его и т. п.) \оправдание σάν δικαιολογητικό (μου, σου, του)·2. юр. ἡ ἀθώωση [-ις]. -
12 justification
[-fi-]1) ((the act of) justifying or excusing.) δικαιολόγηση, δικαίωση2) (something that justifies: You have no justification for criticizing him in that way.) δικαιολογία
См. также в других словарях:
δικαίωση — η 1. απονομή δικαίου: Μην περιμένεις δικαίωση για τη σκληρή δουλειά σου. 2. η αναγνώριση εκ των υστέρων κάποιας ενέργειας ως ορθής: Το αποτέλεσμα ήταν δικαίωση της επιμονής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαίωση — η (AM δικαίωσις) [δικαιώ] απόδοση δικαιοσύνης μσν. νεοελλ. επιβεβαίωση νεοελλ. 1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως 2. δικαιολογία τής υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας») αρχ. 1. καταδίκη, τιμωρία 2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση 3.… … Dictionary of Greek
δικαιώσῃ — δικαιώσηι , δικαίωσις setting right fem dat sg (epic) δικαιόω set right aor subj mid 2nd sg δικαιόω set right aor subj act 3rd sg δικαιόω set right fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώσηι — δικαίωσις setting right fem dat sg (epic) δικαιώσῃ , δικαιόω set right aor subj mid 2nd sg δικαιώσῃ , δικαιόω set right aor subj act 3rd sg δικαιώσῃ , δικαιόω set right fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… … Dictionary of Greek
Деместихас, Иоаннис — Иоаннис Деместихас Дата рождения 1882 год(1882) Место рождения Афины Дата смерти 1960 год(1960) Место смерти … Википедия
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
απολογητικός — ή, ό (AM ἀπολογητικός, ή, όν) κατάλληλος για απολογία νεοελλ. 1. σχετικός με την απολογία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας… … Dictionary of Greek
αυτοσυντήρηση — η 1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα 2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.… … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek