-
1 δικαίωμα
[дикэома] ουσ. о. право, правомочие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δικαίωμα
-
2 право
право 1-а, πλθ. -а ουδ.1. δικαίωμα•избирательное право εκλογικό δικαίωμα•
гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•
право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•
право на труд δικαίωμα εργασίας•
право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•
-а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•
лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•
не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.
2. δίκαιο•буржуазное право αστικό δίκαιο•
международное право διεθνές δίκαιο•
уголовное право ποινικό δίκαιο.
3. άδεια•водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•
право на охоту άδεια κυνηγίου.
εκφρ.в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•на -ах – με την ιδιότητα•по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•на равных правах – με ίσα δικαιώματα.право 2(παρνθ. λ.).1. πραγματικά, αλήθεια.2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•право слово λόγω τιμής.
-
3 право
право с το δίκ(α)ιο, το δικαίωμα· \право голоса το δικαίωμα ψήφου· (всеобщее) избирательное \право το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα* \правоа и обязанности τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ◇ водительские \правоа η άδειος οδηγού (αυτοκινήτου)* * *сτο δίκ(α)ιο, το δικαίωμαпра́во го́лоса — το δικαίωμα ψήφου
(всео́бщее) избира́тельное пра́во — το (γενικό) εκλογικό δικαίωμα
права́ и обя́занности — τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
••води́тельские права́ — η άδεια οδηγού (αυτοκινήτου)
-
4 право
прав||о Iс1. τό δικαίωμα:\право голоса τό δικαίωμα ψήφου· всеобщее избирательное \право δικαίωμα ψήφου γιά ὅλους· гражданские \правоа́ τά πολιτικά δικαιώματα· поражение в \правоа́х ἡ στέρησις τῶν δικαιωμάτων восстановление в \правоах ἡ ἀποκατάσταση τῶν δικαιωμάτων получить \право гражданства прям., перен πολιτογρα-φοῦμαι· отстаивать свой \правоа́ διεκδικώ τά δικαιώματα μου· иметь \право на что́-л. ἔχω δικαίωμα γιά κάτν лишать \правоа στερώ τών δικαιωμάτων вступать в свой \правоа μπαίνω σέ ἰσχύ, τίθεμαι ἐν ίσχύϊ· весна вступила в свой \правоа Εφτασε ἡ ἀνοιξη· с полным \правоом μέ πλήρες δικαίωμα· по какому \правоу? μέ ποιο δικαίωμα;· по \правоу δικαιωματικά· 2· юр. τό δίκαιο[ν]:гражданское \право τό ἀστικό δίκαιο· уголовное \право τό ποινικό δίκαιο· международное \право τό διεθνές δίκαιο·3. (свидетельство) ἡ ἄδεια:водительские \правоа ἄδεια ὀδηγοῦ αὐτοκινήτου.право IIвводн. сл. μά τήν ἀλήθεια:я, \право-, не знаю μά τήν ἀλήθεια δέν ξέρω. -
5 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
6 откуп
-а, πλθ. -а α.1. παλ. φορολογικό δικαίωμα, είσπραξη φόρων.2. εξαγορά λύτρα.εκφρ.брать откуп на – α), παλ. εξαγοράζω το δικαίωμα σε κάτι. β) αποκτώ δικαίωμα σε κάτι. -
7 голос
голос м 1) η φωνή песня для двух голосов το τρα γούδι για δυο φωνές 2) (избирательный и т. л.) η, о ψή φος право \голоса το δικαίωμα ψήφου решающий \голос η απο φασιστική ψήφος совещательный \голос η συμβουλευτική ψήφος ◇ в один \голос ομόφω να* * *м1) η φωνήпе́сня для двух голосо́в — το τραγούδι για δυο φωνές
2) (избирательный и т. п.) η, ο ψήφοςпра́во го́лоса — το δικαίωμα ψήφου
реша́ющий го́лос — η αποφασιστική ψήφος
совеща́тельный го́лос — η συμβουλευτική ψήφος
••в оди́н го́лос — ομόφωνα
-
8 иметь
иметь в разн. знач. έχω* διαθέτω (располагать) \иметь пра во έχω το δικαίωμα \иметь успех έχω επιτυχία* \иметь значение έχω σημασία \иметь возможность μπορώ, έχω τη δυνατότητα \иметься безл.: имеется ... υπάρ χει... в магазине имеется в продаже ... στο κατάστημα υπάρχει..., το κατάστημα δια θέτει...* * *в разн. знач.έχω;·διαθέτω( располагать)име́ть пра́во — έχω το δικαίωμα
име́ть успе́х — έχω επιτυχία
име́ть значе́ние — έχω σημασία
име́ть возмо́жность — μπορώ, έχω τη δυνατότητα
-
9 самоопределение
самоопределение с η αυτοδιάθεση; право на \самоопределение το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης* * *сη αυτοδιάθεσηпра́во на самоопределе́ние — το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης
-
10 убежище
убежище с 1) (приют) το άσυλο, η ασυλία; право \убежищеа το δικαίωμα ασυλίας 2) (помещение ) το καταφύγιο* * *с1) ( приют) το άσυλο, η ασυλίαпра́во убе́жища — το δικαίωμα ασυλίας
2) ( помещение) το καταφύγιο -
11 избирательный
избиратель||ныйприл ἐκλογικός:\избирательныйное право τό ἐκλογικό δικαίωμα, τό δικαίωμα ψήφου· \избирательныйный участок τό ἐκλογικό τμήμα· \избирательныйная кампания ἡ προεκλογική καμπάνια· \избирательныйный бюллетень τό ψηφοδέλτιο. -
12 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
13 допускать
ρ.δ.μ.1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•
это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.
|| επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.
|| επιτρέπω να πάρει μέρος•допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.
2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.
3. δέχομαι, παραδέχομαι•-аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.
|| κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.
επιτρέπομαι•дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•
не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.
|| έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω). -
14 сметь
смею, смеешьρ.δ.1. τολμώ, κοτώ•он не смел войти в кабинет директора αυτός δεν τόλμησε να μπει, στο γραφείο του διευθυντή.
2. με το αρνητ. μόριο не: δεν έχω το δικαίωμα•никто не смеет меня ругать κανένας δεν έχει το δικαίωμα να με μαλώνει.
εκφρ.не смей (делать) – μην τολμάς να κάνεις. -
15 владение
1. (обладание) η κατοχ/ή, η κυριότητα, η νομή 2. (собственность) η κτήσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > владение
-
16 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
17 выбор
1. (выделение, отбор) η επιλογ/ή, η εκλογή 2. (выборочный метод) η δειγματοληψία 3. (ассортимент) η ποικιλίαбедный - πτωχή/φτωχή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбор
-
18 выкуп
η εξαγορ/άРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выкуп
-
19 выписка
1. (выдержка, цитата) το απόσπασμα 2. (какого-л. документа) η έκδοσ/η 3. (документ, часть текста) το αντίγραφο 4. (газет, журналов) η συνδρομή 5. (напр. из больницы) το εξιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выписка
-
20 допущение
1. (предположение, гипотеза) η υπόθεση, η παραδοχή 2. (разрешение на право участия в чем-л.) η άδεια, το δικαίωμα (της συμμετοχής)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допущение
См. также в других словарях:
δικαίωμα — act of right neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — το 1. η αξίωση που είναι σύμφωνη με το νόμο, η δίκαιη απαίτηση: Η στέγη είναι δικαίωμα όλων των πολιτών. 2. παραχώρηση άδειας: Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
δικαιωμάτων — δικαίωμα act of right neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώμασι — δικαίωμα act of right neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώμασιν — δικαίωμα act of right neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματα — δικαίωμα act of right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματι — δικαίωμα act of right neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματος — δικαίωμα act of right neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek