Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δικαίωμα

  • 61 легитимизм

    α.
    νομικό κληρονομικό δικαίωμα επι της εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > легитимизм

  • 62 льготность

    θ.
    προνονιακό δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > льготность

  • 63 направление

    ουδ.
    1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•

    направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•

    направление ветра κατεύθυνση ανέμου•

    в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•

    менять направление αλλάζω κατεύθυνση.

    2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•

    либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•

    реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•

    направление журнала η τάση του περιοδικού.

    3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•

    на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.

    4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•

    получить направление παίρνω διορισμό•

    направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > направление

  • 64 неотъемлемый

    επ., βρ: -лем, -а, -о
    αναφαίρετος•

    -ое право αναφαίρετο δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > неотъемлемый

  • 65 никакой

    αντων. αρνητ.
    1. κανένας, ουδένας, μηδένας•

    нет- -ого сомнения καμιά απολύτως αμφιβολία (δεν υπάρχει)•

    не имеешь -ого права δεν έχεις κανένα δικαίωμα•

    нет -ой на-джды δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•

    -им образом με κανένα τρόπο, κατ ουδένα τρόπο.

    2. καθόλου, τελείως όχι•

    никакой он не учный, а писатель δεν είναι καθόλου επιστήμονας, είναι συγγραφέας.

    3. άχρηστος, τιποτένιος•

    родители хорошие, а ты никакой οι γονείς είναι καλοί, όμως εσύ τίποτε (χαμένο κορμί).

    εκφρ.
    без -их! и (более) -их! – αναντίρρητα!

    Большой русско-греческий словарь > никакой

  • 66 ношение

    ουδ.
    μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).
    το να φέρει (έχει) μαζί του•

    право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.

    Большой русско-греческий словарь > ношение

  • 67 образование

    ουδ.
    σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•

    образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•

    образование государства δημιουργία του κράτους.

    ουδ.
    μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•

    начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•

    среднее образование μέση εκπαίδευση•

    высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•

    право на образование δικαίωμα μόρφωσης•

    дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•

    специальное образование ειδική μόρφωση.

    Большой русско-греческий словарь > образование

  • 68 обязательственный

    επ. (νομ.) υποχρεωτικός•

    Большой русско-греческий словарь > обязательственный

  • 69 оптировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ. παρέχω δικαίωμα εκλογής υπηκοότητας.
    εκλέγω υπηκοότητα.

    Большой русско-греческий словарь > оптировать

  • 70 отдых

    α.
    ανάπαυση, ξεκούραση•

    он нуждается в -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης•

    дом -а σπίτι ανάπαυσης•

    иметь право на отдых έχω δικαίωμα ανάπαυσης•

    день -а μέρα σχόλης ή ανάπαυσης.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς ανάπαυση (συνεχώς, αδιάκοπα)•
    ни -у, ни сроку не давать кому – δεν αφήνω σε στασιό κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > отдых

  • 71 откупить

    -уплю, -ушшь, παθ. μτχ. _ παρλθ. χρ. откупленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παλ.
    1. αγοράζω ολοκληρωτικά, όλο. || εκμισθώνω. || εξαγοράζω δικαίωμα.
    2. (απο)λυτρώνω, ξαγοράζω με λύτρα. || απαλλάσσω, γλυτώνω.
    1. (απλ.) απελευθερώνομαι, (απο)λυτρώνομαι. || απαλλάσσομαι με πληρωμή•

    откупить от солдатины ξαγοράζω τη στρατιωτική θητεία.

    2. ξεφοτώνομαι, γλυτώνω, απαλλάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > откупить

  • 72 патентный

    επ.
    της πατέντας, της ευρεσιτεχνίας•

    -ое право το δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας•

    патентный сбор είσπραξη χρημάτων (από άδεια επιτηδεύματος ή παραγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > патентный

  • 73 полиандрия

    θ. (γραπ. λόγος) πολυανδρία (δικαίωμα της γυναίκας να έχει ταυτόχρονα πολλούς νόμιμους άντρες).

    Большой русско-греческий словарь > полиандрия

  • 74 пользование

    ουδ.
    1. χρήση, χρησιμοποί-ση• μεταχείριση•

    право -я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας•

    безвозмездное пользование χρήση χωρίς αποζημίωση•

    места общего -я χώροι κοινόχρηστοι.

    2. παλ. θεραπεία.

    Большой русско-греческий словарь > пользование

  • 75 предоставить

    ρ.σ.μ.
    1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•

    предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•

    предоставить место παραχωρώ τη θέση.

    2. αφήνω, επιτρέπω•

    он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.

    || εγκαταλείπω•

    предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.

    || αναθέτω.
    εκφρ.
    предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•
    предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•
    предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > предоставить

  • 76 предоставление

    ουδ.
    παροχή, χορήγηση, δόσιμο• παραχώρηση, εκχώρηση•

    предоставление кредита παροχή πίστωσης•

    предоставление жилой площади χορήγηση οικόπεδου•

    предоставление работы παροχή εργασίας•

    с -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα•

    предоставление права παραχώρηση δικαιώματος.

    Большой русско-греческий словарь > предоставление

  • 77 решающий

    επ. από μτχ.
    αποφασιστικός, κύριος, βασικός•

    решающий фактор αποφασιστικός παράγοντας•

    ему пренадлежитъ -ее слово τελικά θα γίνει όπως το θέλει αυτός•

    решающий момент αποφασιστική στιγμή.

    εκφρ.
    с -им голосом – με δικαίωμα ψήφου.

    Большой русско-греческий словарь > решающий

  • 78 самоопределение

    ουδ.
    αυτοδιάθεση•

    право наций на самоопределение δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > самоопределение

  • 79 собственность

    θ.
    1. ιδιοκτησία• περιουσία•

    частная собственность ατομική ιδιοκτησία•

    социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•

    государственная собственность δημόσια περιουσία•

    личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•

    приобретение -и απόκτηση περιουσίας•

    присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•

    конфискация -и δήμευση της περιουσίας•

    земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.

    2. κυριότητα•

    право -и δικαίωμα κυριότητας•

    приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.

    Большой русско-греческий словарь > собственность

  • 80 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

См. также в других словарях:

  • δικαίωμα — act of right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — το 1. η αξίωση που είναι σύμφωνη με το νόμο, η δίκαιη απαίτηση: Η στέγη είναι δικαίωμα όλων των πολιτών. 2. παραχώρηση άδειας: Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… …   Dictionary of Greek

  • δικαιωμάτων — δικαίωμα act of right neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιώμασι — δικαίωμα act of right neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιώμασιν — δικαίωμα act of right neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιώματα — δικαίωμα act of right neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιώματι — δικαίωμα act of right neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιώματος — δικαίωμα act of right neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»