-
61 легитимизм
-а α.νομικό κληρονομικό δικαίωμα επι της εξουσίας. -
62 льготность
-и θ.προνονιακό δικαίωμα. -
63 направление
-я ουδ.1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•
направление ветра κατεύθυνση ανέμου•
в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•
менять направление αλλάζω κατεύθυνση.
2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•
реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•
направление журнала η τάση του περιοδικού.
3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.
4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•получить направление παίρνω διορισμό•
направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.
-
64 неотъемлемый
επ., βρ: -лем, -а, -оαναφαίρετος•-ое право αναφαίρετο δικαίωμα.
-
65 никакой
αντων. αρνητ.1. κανένας, ουδένας, μηδένας•нет- -ого сомнения καμιά απολύτως αμφιβολία (δεν υπάρχει)•
не имеешь -ого права δεν έχεις κανένα δικαίωμα•
нет -ой на-джды δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•
-им образом με κανένα τρόπο, κατ ουδένα τρόπο.
2. καθόλου, τελείως όχι•никакой он не учный, а писатель δεν είναι καθόλου επιστήμονας, είναι συγγραφέας.
3. άχρηστος, τιποτένιος•родители хорошие, а ты никакой οι γονείς είναι καλοί, όμως εσύ τίποτε (χαμένο κορμί).
εκφρ.без -их! и (более) -их! – αναντίρρητα! -
66 ношение
-я ουδ.μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).το να φέρει (έχει) μαζί του•право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.
-
67 образование
-я ουδ.σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•
образование государства δημιουργία του κράτους.
-я ουδ.μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
среднее образование μέση εκπαίδευση•
высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•
право на образование δικαίωμα μόρφωσης•
дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•
специальное образование ειδική μόρφωση.
-
68 обязательственный
επ. (νομ.) υποχρεωτικός• -
69 оптировать
-
70 отдых
-а α.ανάπαυση, ξεκούραση•он нуждается в -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης•
дом -а σπίτι ανάπαυσης•
иметь право на отдых έχω δικαίωμα ανάπαυσης•
день -а μέρα σχόλης ή ανάπαυσης.
εκφρ.без -а – χωρίς ανάπαυση (συνεχώς, αδιάκοπα)•ни -у, ни сроку не давать кому – δεν αφήνω σε στασιό κάποιον. -
71 откупить
-уплю, -ушшь, παθ. μτχ. _ παρλθ. χρ. откупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. παλ.1. αγοράζω ολοκληρωτικά, όλο. || εκμισθώνω. || εξαγοράζω δικαίωμα.2. (απο)λυτρώνω, ξαγοράζω με λύτρα. || απαλλάσσω, γλυτώνω.1. (απλ.) απελευθερώνομαι, (απο)λυτρώνομαι. || απαλλάσσομαι με πληρωμή•откупить от солдатины ξαγοράζω τη στρατιωτική θητεία.
2. ξεφοτώνομαι, γλυτώνω, απαλλάσσομαι. -
72 патентный
επ.της πατέντας, της ευρεσιτεχνίας•-ое право το δικαίωμα της ευρεσιτεχνίας•
патентный сбор είσπραξη χρημάτων (από άδεια επιτηδεύματος ή παραγωγής).
-
73 полиандрия
-и θ. (γραπ. λόγος) πολυανδρία (δικαίωμα της γυναίκας να έχει ταυτόχρονα πολλούς νόμιμους άντρες). -
74 пользование
-я ουδ.1. χρήση, χρησιμοποί-ση• μεταχείριση•право -я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας•
безвозмездное пользование χρήση χωρίς αποζημίωση•
места общего -я χώροι κοινόχρηστοι.
2. παλ. θεραπεία. -
75 предоставить
ρ.σ.μ.1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•
предоставить место παραχωρώ τη θέση.
2. αφήνω, επιτρέπω•он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.
|| εγκαταλείπω•предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.
|| αναθέτω.εκφρ.предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα. -
76 предоставление
-я ουδ.παροχή, χορήγηση, δόσιμο• παραχώρηση, εκχώρηση•предоставление кредита παροχή πίστωσης•
предоставление жилой площади χορήγηση οικόπεδου•
предоставление работы παροχή εργασίας•
с -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα•
предоставление права παραχώρηση δικαιώματος.
-
77 решающий
επ. από μτχ.αποφασιστικός, κύριος, βασικός•решающий фактор αποφασιστικός παράγοντας•
ему пренадлежитъ -ее слово τελικά θα γίνει όπως το θέλει αυτός•
решающий момент αποφασιστική στιγμή.
εκφρ.с -им голосом – με δικαίωμα ψήφου. -
78 самоопределение
-я ουδ.αυτοδιάθεση•право наций на самоопределение δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.
-
79 собственность
-и θ.1. ιδιοκτησία• περιουσία•частная собственность ατομική ιδιοκτησία•
социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•
государственная собственность δημόσια περιουσία•
личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•
приобретение -и απόκτηση περιουσίας•
присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•
конфискация -и δήμευση της περιουσίας•
земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.
2. κυριότητα•право -и δικαίωμα κυριότητας•
приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.
-
80 сохранить
-нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -неюρ.σ.μ.1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•
сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.
|| τηρώ•сохранить порядок τηρώ την τάξη.
|| κρατώ•сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•
сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.
|| προστατεύω•сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.
|| διατηρώ, κρατώ•сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.
2. προφυλάσσω•сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•
-одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.
|| σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).εκφρ.сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).
См. также в других словарях:
δικαίωμα — act of right neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — το 1. η αξίωση που είναι σύμφωνη με το νόμο, η δίκαιη απαίτηση: Η στέγη είναι δικαίωμα όλων των πολιτών. 2. παραχώρηση άδειας: Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
δικαιωμάτων — δικαίωμα act of right neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώμασι — δικαίωμα act of right neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώμασιν — δικαίωμα act of right neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματα — δικαίωμα act of right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματι — δικαίωμα act of right neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιώματος — δικαίωμα act of right neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek