-
1 διθυραμβούντες
-
2 διθυραμβοῦντες
См. также в других словарях:
διθυραμβοῦντες — διθυραμβέω sing a dithyramb pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διθυραμβούντες
2 διθυραμβοῦντες
διθυραμβοῦντες — διθυραμβέω sing a dithyramb pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)