-
1 διηνεκεως
-
2 διηνεκως
эп. διηνεκέως последовательно, обстоятельно, подробно(ἀγορεῦσαι Hom.; καταλέγειν Hes.; ἀκοῦσαί τι Aesch.)
См. также в других словарях:
διηνεκέως — διηνεκής continuous adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηνεκής — ές (AM διηνεκής, ές) (για χρόνο) αιώνιος, ατελεύτητος, παντοτινός αρχ. 1. συνεχής, αδιάκοπος 2. «εις το διηνεκές» για πάντα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) διηνεκώς και ποιητ. διηνεκέως συνεχώς, ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της αττικής διαλέκτου (ο δωρ … Dictionary of Greek