-
1 διηκριβωμένος
η, ο[ν]1) тщательно проверенный, уточнённый; 2) внимательно рассмотренный -
2 διηκριβωμένος
διηκρῑβωμένος, διακριβόωportray exactly: perf part mp masc nom sg (attic epic ionic) -
3 δι-ακρῑβόω
δι-ακρῑβόω, genau, sorgfältig machen; Πραξιτέλης, ὃν ἔπασχε, διηκρίβωσεν Ἔρωτα Simonid. 84 ( Plan. 204); τὰς τάξεις, genau kennen, Xen. Cyr. 2, 1, 27; Sp.; – pass.; διηκριβωμένος, ganz genau, Plat. Legg. XII, 965 a; öfter Plut., z. B. Caes. 59. – Med., genau auseinandersetzen, Plat. Theaet. 184 d; Polit. 292 c; περί τινος, genau erforschen, Isocr. 4, 18; Is. 3, 39.
-
4 διακριβοω
реже med. тщательно делать, излагать, знать или исследовать(τι Plat., Arst., Plut.; med. περί τινος Isocr.)
τὸ δ. τὰς τάξεις Xen. — точное построение войск;οἱ διηκριβωμένοι Plat. — развитые (образованные) люди:οὔπω διηκριβωμένος τέν μορφήν Arst. — еще не принявший определенной формы, зачаточный;διακριβῶσαι μεῖζον τοῦ προκειμένου ἐστίν Arst. — обстоятельное рассмотрение выходит за пределы (нашей) темы;ταῦτα ἑτέρῳ γένει γραφῆς διακριβωτέον Plut. — это подлежит разбору в сочинении другого рода -
5 διακρῑβόω
δι-ακρῑβόω, genau, sorgfältig machen; τὰς τάξεις, genau kennen; pass.; διηκριβωμένος, ganz genau; genau auseinandersetzen; περί τινος, genau erforschen
См. также в других словарях:
διηκριβωμένος — διηκρῑβωμένος , διακριβόω portray exactly perf part mp masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριβώνω — (AM διακριβῶ·, όω) [ακριβώ] 1. εξετάζω αυστηρά την ακρίβεια, εξακριβώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διακριβωμένος, η, ο (AM διηκριβωμένος, η, ον) αυτός που είναι εξακριβωμένος από κάθε πλευρά και σε όλες τις λεπτομέρειες του αρχ. 1. εικονίζω ακριβώς … Dictionary of Greek