-
1 διευλυτέω
A pay off, liquidate debts, etc., BGU1151.42 (i B. C.), J. AJ16.9.3:—[voice] Pass., POxy.268.15 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διευλυτέω
-
2 διευλύτησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διευλύτησις
-
3 διευλυτόω
II αἰτιῶν ἑαυτοὺς δ. clear themselves from charges, Just.Nov.123.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διευλυτόω
-
4 διευλύτωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διευλύτωσις
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский