-
1 διευθετήση
διευθετήσηι, διευθέτησιςgood order: fem dat sg (epic)διευθετέωset in order: aor subj mid 2nd sgδιευθετέωset in order: aor subj act 3rd sgδιευθετέωset in order: fut ind mid 2nd sg -
2 διευθετήσῃ
διευθετήσηι, διευθέτησιςgood order: fem dat sg (epic)διευθετέωset in order: aor subj mid 2nd sgδιευθετέωset in order: aor subj act 3rd sgδιευθετέωset in order: fut ind mid 2nd sg -
3 διευθέτηση
[-ις (-εως)] η1) улаживание, устройство; урегулирование; 2) расположение, размещение; приведение в порядок -
4 διευθέτηση
[диэфтэтиси] ουσ. Θ. приведение в порядок, урегулирование,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διευθέτηση
-
5 διευθέτηση
[диэфтэтиси] ουσ θ приведение в порядок, урегулирование. -
6 διευθέτηση
1) arrangement2) configurationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διευθέτηση
-
7 нормализация
нормализация ж η. διευθέτηση, η ρύθμιση· \нормализация международной обстановки η διευθέτηση της διεθνούς καταστησης* \нормализация отношений η εξομάλυνση των σχέσεων* * *жη διευθέτηση, η ρύθμισηнормализа́ция междунаро́дной обстано́вки — η διευθέτηση της διεθνούς κατάστησης
нормализа́ция отноше́ний — η εξομάλυνση των σχέσεων
-
8 мировой
мировой 1επ.1. του σύμπαντος•-ое пространство το διάστημα.
2. παγκόσμιος•-ая карта ο παγκόσμιος χάρτης•
-ая война παγκόσμιος πόλεμος•
в -ом маcштабе σε διεθνή κλίμακα.
3. εξαιρετικός, άριστος, θαυμάσιος, υπέροχος•-ая вещь υπέροχο πράγμα.
εκφρ.- ая скорбь – παλ. γενική απαισιοδοξία (σε λογοτεχνικό έργο).мировой 2επ.1. εξώδικος, χωρίς δικαστήριο, ειρηνικός•-ая сделка ειρηνική διευθέτηση ή συμφωνία.
2. ουσ. α. ειρηνοδίκης.3. ουσ. θ. -ая ειρηνική διευθέτηση, ειρηνικός διακανονισμός•предлагать -ую προτείνω ειρηνική λύση•
пойти на -ую δέχομαι ειρηνικό διακανονισμό•
подписать -ую υπογράφω ειρηνικό διακανονισμό.
εκφρ.мировой посредник – ειρηνευτής, ειρηνοποιός•мировой судья – βλ. 2 σημ. мировой суд ειρηνοδικείο. -
9 урегулирование
-я ουδ.διακανονισμός, διευθέτηση, τακτοποίηση• ρύθμιση• κανόνισμα•-международных отношений διακανονισμός των διεθνών σχέσεων•
урегулирование вопроса διευθέτηση του ζητήματος.
-
10 нормализация
1. (приближение к норме) η διευθέτησηη ομαλοποίηση2. (вид термообработки стали) η εξομάλυνση του χάλυβα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нормализация
-
11 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
12 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
13 упорядочение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упорядочение
-
14 урегулирование
ο διακανονισμός, η τακτοποίηση, η ρύθμιση, η διευθέτηση- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > урегулирование
-
15 нормализация
нормализацияж ἡ διευθέτηση [-ις], ἡ ρύθμιση [-ις]. -
16 приведение
приведениес1. (фактов, данных и т. я.) ἡ παράθεση [-ις], ἡ προσαγωγή:\приведение доказательств ἡ προσαγωγή ἀποδείξεων2. (в какое-л. состояние):\приведение в движение ἡ θέση σέ κίνηση· \приведение в действие θέση σέ ἐνέργεια· \приведение в порядок а) ἡ τακτο-ποίηση [-ις], ἡ διευθέτηση [-ις], б) (уборка) τό συγύρισμα· \приведение в соответствие ἡ ἀναπροσαρμογή· ◊ \приведение к присяге ἡ ὁρκωμοσία· \приведение к общему знаменателю мат ἡ τροπή ἐτερωνύμων κλασμάτων σέ ὁμώνυμα -
17 разрешение
разреш||ениес1. (позволение) ἡ ἄδεια:получить \разрешениеение на что́-л. παίρνω ἄδεια· давать \разрешениеение δίνω (τήν) ἄδεια· с вашего \разрешениеения μέ τήν ἄδεια σας·2. (задачи, проблемы) ἡ λύση [-ις], ἡ ἐπίλυση[-ις], ὁ διακανονισμός, ἡ διευθέτηση [-ις]· ◊ \разрешениеение от бремени ὁ τοκετός. -
18 упорядочение
упорядочениес ἡ τακτοποίηση [-ις], ὁ διακανονισμός, ἡ διευθέτηση [-ις]. -
19 урегулирование
урегули́рова||ниес ὁ (δια)κσνονισμός, ἡ τακτοποίηση [-ις], ἡ διευθέτηση [-ις], ἡ ρύθμιση [-ις]. -
20 arrangement
noun I like the arrangement of the furniture; flower-arrangements; They've finally come to some sort of arrangement about sharing expenses; a new arrangement for guitar and orchestra.) διευθέτηση
См. также в других словарях:
διευθέτηση — η τακτοποίηση, ρύθμιση εκκρεμότητας, διακανονισμός: Η διευθέτηση των λεπτομερειών του συγγράμματος θα γίνει από τον επιμελητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθέτηση — η (Μ διευθέτησις) [διευθετώ] τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση νεοελλ. 1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών 2. «έργα διευθετήσεως» μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες,… … Dictionary of Greek
διευθετήσῃ — διευθετήσηι , διευθέτησις good order fem dat sg (epic) διευθετέω set in order aor subj mid 2nd sg διευθετέω set in order aor subj act 3rd sg διευθετέω set in order fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek