-
21 in hand
1) (not used etc; remaining: We still have $10 in hand.) στη διάθεσή μου2) (being dealt with: We have received your complaint and the matter is now in hand.) προς διευθέτηση -
22 set-up
noun (an arrangement: There are several families living together in that house - it's a funny set-up.) διευθέτηση/σύστημα -
23 мировая
[μιραβάγια] ουσ. θ. ειρηνική διευθέτηση -
24 мировая
[μιραβάγια] ουσ θ ειρηνική διευθέτηση -
25 заправка
-и θ.1. διευθέτηση, τακτοποίηση.2. ετοιμασία, προετοιμασία.3. εφοδιασμός με καύσιμη ύλη. -
26 компоновка
-и θ.σύνθεση, σύνταξη, συνταίριασμα, διευθέτηση. -
27 нормализация
-и θ.διευθέτηση, ρύθμιση, τακτοποίηση• διακανονισμός• ομαλοποίηση. -
28 оправка
-
29 переборка
-и θ.1. ταξινόμηση, τακτοποίηση, διευθέτηση.2. ξεδιάλεγμα.3. ξαναστοι-χειοθέτηση.4. διαχώρισμα.5. εξέταση λεπτομερής, εξονυχιστική. -
30 подтянутость
-и θ.ταχτοποίηση, διευθέτηση• περιποίηση. -
31 порядок
-дка α.1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•
востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•
полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.
|| καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.
|| συνήθεια, έθιμο•у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.
3. σειρά, συνέχεια•алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•
в -е очереди όπως είναι η σειρά•
по -у με τη σειρά•
порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.
4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.
5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.
6. (στρατ.) διάταξη•порядок боя διάταξη μάχης.,
7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.εκφρ.в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη. -
32 приборка
-и θ.διευθέτηση, συγύρισμα, τακτοποίηση. -
33 приведение
-я ουδ.1. βάλσιμο (σε κίνηση, ενέργεια, λειτουργία κ.τ.τ.)•приведение в порядок τακτοποίηση, διευθέτηση•
приведение в движение βάλσιμο σε κίνηση.
2. οδήγηση,φορά•приведение к гибели οδήγηση στο χαμό (την καταστροφή)•
приведение к поражению οδήγηση στην ήττα.
3. παρουσίαση, προσαγωγή• παράθεση.(μαθ.) τροπή•приведение к общему знаменателю τροπή (ετερώνυμων κλασμάτων) σε ομώνυμα.
-
34 разбор
-а α.1. αρπαγή, άρπασμα• πάρσιμο.2. τακτοποίηση• διευθέτηση• ταξινόμηση.3. λύση• διάλυση, αποσύνδεση, ξεμοντάρισμα• ξήλωμα.4. εξέταση, διερεύνηση•разбор вопроса εξέταση ζητήματος.
5. εξάρθρωση, διαμελισμός• ξεχαρβάλωμα.6. ανάλυση•разбор предложения по частям речи γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία)•
разбор картины ανάλυση εικόνας,
7. ξεχώρισμα, βγάλσιμο, ανάγνωση•разбор почерка ανάγνωση γραφικού χαρακτήρα.
8. (απλ.)• άρθρο κριτικό.9. εκλογή• εξαίρεση• διάκριση•без -а χωρίς εκλογή, αν εξαίρετα, αδιάκριτα.
10. ποιότητα•мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας.
11. κατηγορία, είδος, γένος. -
35 ранжир
-а α. παλ.1. σύνταξη κατ ανάστημα.2. μτφ. τάξη, διευθέτηση• διάταξη.εκφρ.по -у – α) κατ ανάστημα, β) σε τάξη, σε διάταξη•под один ранжир подвести – βάζω σε μια κατηγορία ανεξαιρέτως. -
36 расположение
-я ουδ.1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.
2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.
(στρατ.) διάταξη•войск διάταξη των στρατευμάτων.
3. διάθεση•доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.
|| κλίση, όρεξη• επιθυμία•у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•
у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.
|| εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.
-
37 расстановка
-и θ.1. τακτοποίηση, διευθέτηση, διαρρύθμιση.2. βάλσιμο, τοποθέτηση•расстановка слов в предложении τοποθέτηση των λέξεων στην πρόταση•
расстановка знаков препинания βάλσιμο σημείων στίξης.
3. διακοπή, σταμάτημα, μικρή παύση• ανάπαυλα. -
38 слаженность
-и θ.συμφωνία, αρμονία (κινήσεων, ενεργειών κ.τ.τ.).ταχτοποίηση, διευθέτηση• κανόνισμα, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα. -
39 укладка
-и θ.1. τακτοποίηση• διευθέτηση.2. τοποθέτηση• βάλσιμο• φτιάξιμο• εγκατάσταση.3. (διαλκ.) μπαούλο, σεντούκι. -
40 укладчик
-а α-ца, -ы θ.αυτός που κάνει την τοποθέτηση, την εγκατάσταση ή τη διευθέτηση.
См. также в других словарях:
διευθέτηση — η τακτοποίηση, ρύθμιση εκκρεμότητας, διακανονισμός: Η διευθέτηση των λεπτομερειών του συγγράμματος θα γίνει από τον επιμελητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθέτηση — η (Μ διευθέτησις) [διευθετώ] τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση νεοελλ. 1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών 2. «έργα διευθετήσεως» μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες,… … Dictionary of Greek
διευθετήσῃ — διευθετήσηι , διευθέτησις good order fem dat sg (epic) διευθετέω set in order aor subj mid 2nd sg διευθετέω set in order aor subj act 3rd sg διευθετέω set in order fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek