Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διευθέτηση

  • 21 in hand

    1) (not used etc; remaining: We still have $10 in hand.) στη διάθεσή μου
    2) (being dealt with: We have received your complaint and the matter is now in hand.) προς διευθέτηση

    English-Greek dictionary > in hand

  • 22 set-up

    noun (an arrangement: There are several families living together in that house - it's a funny set-up.) διευθέτηση/σύστημα

    English-Greek dictionary > set-up

  • 23 мировая

    [μιραβάγια] ουσ. θ. ειρηνική διευθέτηση

    Русско-греческий новый словарь > мировая

  • 24 мировая

    [μιραβάγια] ουσ θ ειρηνική διευθέτηση

    Русско-эллинский словарь > мировая

  • 25 заправка

    θ.
    1. διευθέτηση, τακτοποίηση.
    2. ετοιμασία, προετοιμασία.
    3. εφοδιασμός με καύσιμη ύλη.

    Большой русско-греческий словарь > заправка

  • 26 компоновка

    θ.
    σύνθεση, σύνταξη, συνταίριασμα, διευθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > компоновка

  • 27 нормализация

    θ.
    διευθέτηση, ρύθμιση, τακτοποίηση• διακανονισμός• ομαλοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > нормализация

  • 28 оправка

    θ.
    διόρθωση, τακτοποίηση, διευθέτηση, συγύρισμα.
    θ.
    ένδεση,•συναρμογή, ενσφήνωση. || προσαρμογή, πλαισίωση. || πυελίδα ή σφενδόνη.

    Большой русско-греческий словарь > оправка

  • 29 переборка

    θ.
    1. ταξινόμηση, τακτοποίηση, διευθέτηση.
    2. ξεδιάλεγμα.
    3. ξαναστοι-χειοθέτηση.
    4. διαχώρισμα.
    5. εξέταση λεπτομερής, εξονυχιστική.

    Большой русско-греческий словарь > переборка

  • 30 подтянутость

    θ.
    ταχτοποίηση, διευθέτηση• περιποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > подтянутость

  • 31 порядок

    -дка α.
    1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•

    привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•

    востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•

    полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.

    || καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.
    2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•

    существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.

    || συνήθεια, έθιμο•

    у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.

    3. σειρά, συνέχεια•

    алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•

    в -е очереди όπως είναι η σειρά•

    по -у με τη σειρά•

    порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.

    4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•

    голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.

    5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•

    явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.

    6. (στρατ.) διάταξη•

    порядок боя διάταξη μάχης.,

    7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.
    8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.
    εκφρ.
    в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•
    в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•
    в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•
    судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•
    законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.
    в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•
    для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•
    своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•
    призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > порядок

  • 32 приборка

    θ.
    διευθέτηση, συγύρισμα, τακτοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > приборка

  • 33 приведение

    ουδ.
    1. βάλσιμο (σε κίνηση, ενέργεια, λειτουργία κ.τ.τ.)•

    приведение в порядок τακτοποίηση, διευθέτηση•

    приведение в движение βάλσιμο σε κίνηση.

    2. οδήγηση,φορά•

    приведение к гибели οδήγηση στο χαμό (την καταστροφή)•

    приведение к поражению οδήγηση στην ήττα.

    3. παρουσίαση, προσαγωγή• παράθεση.
    (μαθ.) τροπή•

    приведение к общему знаменателю τροπή (ετερώνυμων κλασμάτων) σε ομώνυμα.

    Большой русско-греческий словарь > приведение

  • 34 разбор

    α.
    1. αρπαγή, άρπασμα• πάρσιμο.
    2. τακτοποίηση• διευθέτηση• ταξινόμηση.
    3. λύση• διάλυση, αποσύνδεση, ξεμοντάρισμα• ξήλωμα.
    4. εξέταση, διερεύνηση•

    разбор вопроса εξέταση ζητήματος.

    5. εξάρθρωση, διαμελισμός• ξεχαρβάλωμα.
    6. ανάλυση•

    разбор предложения по частям речи γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία)•

    разбор картины ανάλυση εικόνας,

    7. ξεχώρισμα, βγάλσιμο, ανάγνωση•

    разбор почерка ανάγνωση γραφικού χαρακτήρα.

    8. (απλ.)• άρθρο κριτικό.
    9. εκλογή• εξαίρεση• διάκριση•

    без -а χωρίς εκλογή, αν εξαίρετα, αδιάκριτα.

    10. ποιότητα•

    мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας.

    11. κατηγορία, είδος, γένος.

    Большой русско-греческий словарь > разбор

  • 35 ранжир

    α. παλ.
    1. σύνταξη κατ ανάστημα.
    2. μτφ. τάξη, διευθέτηση• διάταξη.
    εκφρ.
    по -у – α) κατ ανάστημα, β) σε τάξη, σε διάταξη•
    под один ранжир подвести – βάζω σε μια κατηγορία ανεξαιρέτως.

    Большой русско-греческий словарь > ранжир

  • 36 расположение

    ουδ.
    1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•

    расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.

    2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•

    расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.

    (στρατ.) διάταξη•

    войск διάταξη των στρατευμάτων.

    3. διάθεση•

    доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.

    || κλίση, όρεξη• επιθυμία•

    у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•

    у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.

    || εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•

    расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > расположение

  • 37 расстановка

    θ.
    1. τακτοποίηση, διευθέτηση, διαρρύθμιση.
    2. βάλσιμο, τοποθέτηση•

    расстановка слов в предложении τοποθέτηση των λέξεων στην πρόταση•

    расстановка знаков препинания βάλσιμο σημείων στίξης.

    3. διακοπή, σταμάτημα, μικρή παύση• ανάπαυλα.

    Большой русско-греческий словарь > расстановка

  • 38 слаженность

    θ.
    συμφωνία, αρμονία (κινήσεων, ενεργειών κ.τ.τ.).
    ταχτοποίηση, διευθέτηση• κανόνισμα, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > слаженность

  • 39 укладка

    θ.
    1. τακτοποίηση• διευθέτηση.
    2. τοποθέτηση• βάλσιμο• φτιάξιμο• εγκατάσταση.
    3. (διαλκ.) μπαούλο, σεντούκι.

    Большой русско-греческий словарь > укладка

  • 40 укладчик

    -а α
    -ца, -ы θ.
    αυτός που κάνει την τοποθέτηση, την εγκατάσταση ή τη διευθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > укладчик

См. также в других словарях:

  • διευθέτηση — η τακτοποίηση, ρύθμιση εκκρεμότητας, διακανονισμός: Η διευθέτηση των λεπτομερειών του συγγράμματος θα γίνει από τον επιμελητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διευθέτηση — η (Μ διευθέτησις) [διευθετώ] τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση νεοελλ. 1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών 2. «έργα διευθετήσεως» μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες,… …   Dictionary of Greek

  • διευθετήσῃ — διευθετήσηι , διευθέτησις good order fem dat sg (epic) διευθετέω set in order aor subj mid 2nd sg διευθετέω set in order aor subj act 3rd sg διευθετέω set in order fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»