-
1 διεσταλμένος
διαστέλλωput asunder: perf part mp masc nom sg -
2 διαστέλλω
A put asunder, expand, separate,συνεσταλμένα δ. Hp.
Off.11;τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Arist.IA 713a12
;τινὰς ξίφει J.BJ5.2.2
; δ. τι ταῖς ὄνυξι to tear it open, Plu.Thes.36:—[voice] Pass., to be dilated, of the lungs or heart, Arist.Aud. 800b2, Gal.2.657, al.; being dispersed,Arist.
Pr. 891a2; διασταλήτω πᾶσα σκοτία let all darkness be dispelled, PMag.Par.1.2472.b define precisely,τὰ λεγόμενα Pl.Euthd. 295d
, cf. Arist.Top. 134b22, Phld.Rh.1.50S.; intr., ὅρασις διαστέλλουσα distinct vision, LXX 1 Ki.3.1; also, to be distinctive, opp. ἀπόλυτον εἶναι, A.D.Pron.39.1:—[voice] Med.,δ. περί τινος Arist. Pol. 1268b32
, Phld.D.3Fr.8: c. acc., Pl.R. 535b:—[voice] Pass., definite, determinate,A.D.
Synt.37.7, al.3 command expressly, give express orders,ῥητῶς ὑπέρ τινος Plb.3.23.5
;ἐπιτακτικῶς δ. περί τινων D.S.28.15
:—[voice] Med., LXXJd.1.19, al., PHal.7.6 (iii B. C.), Ev.Marc.5.43, etc.6 pay, render, esp. in kind, POxy.88.5 (ii A. D.), al.; make an order for payment, Ostr.1164 (ii/iii A. D.); discharge a vow, LXXLe.22.21.7 set apart, τινὰ ἑαυτῷ ib.3 Ki.8.53;τὴν ἱερὰν γῆν PRev.Laws36.7
(iii B.C.), cf. PTeb.74.2 (ii B.C.).II intr., differ,πρός τινα Plb.18.47.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστέλλω
-
3 διαστέλλω
διαστέλλω (s. διαστολή; Hippocr., Pla. et al.; PLond I, 45, 29 [160/159 B.C.] p. 36; LXX; PsSol 2:34; TestReub 6:8; Philo, Mos. 2, 237; Jos., Bell. 5, 62; Just.; Ath. 23, 6) fut. διαστελῶ LXX; 1 aor. διέστειλα LXX. Mid.: impf. διεστελλόμην; 1 aor. διεστειλάμνην. Pass.: 2 fut. διασταλήσομαι LXX; 2 aor. διεστάλην LXX; pf. 3 sg. διέσταλται (Just., D. 10:3), ptc. διεσταλμένος LXX; ‘divide, distinguish’ (Gen 30:35; Just., D. 20, 2; Ath. 23, 6); in our lit. only mid. to define or express in no uncertain terms what one must do, order, give orders (cp. our colloq. ‘spell something out to someone’) (Pla., Rep. 7, 535b; Polyb. 3, 23, 5; Ezk 3:18f; Jdth 11:12 al.; EpArist 131) w. dat. of pers. (UPZ 42, 23 [162 B.C.]; 110, 211 [164 B.C.]; Sb 5675, 3; POxy 86, 10) Mk 7:36b; 8:15; Ac 15:24. W. dat. of pers. and ἵνα foll. Mt 16:20; Mk 7:36a; 9:9. διεστείλατο αὐτοῖς πολλά he gave them strict orders 5:43. Pass. τὸ διαστελλόμενον the command Hb 12:20 (cp. 2 Macc 14:28 τὰ διεσταλμένα).—Anz 326f. DELG s.v. στέλλω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
διεσταλμένος — διαστέλλω put asunder perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
я — I тридцать третья буква др. русск. алфавита, первонач. писавшаяся как ɪа; то же самое сочетание звуков в др. русск. обозначалось с помощью ѧ, первонач. – знак для носового гласного ę, который уже в Х в. совпал фонетически с ᾽а. В качестве… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
Αζαζέλ ή Αζαήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Προσωποποίηση του πονηρού δαίμονα, που είναι αρχηγός κατά τη δαιμονολογία των Εβραίων, ορισμένης κατηγορίας δαιμόνων και κατοικεί στην έρημο. Κατά την εβραϊκή γιορτή του εξιλασμού προς αυτόν εξαπολυόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η … Dictionary of Greek
διαστέλλομαι — διαστέλλομαι, (διεστάλη διεστάλησαν), διεσταλμένος βλ. πίν. 91 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής