Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διεσκέδασε

См. также в других словарях:

  • διεσκέδασε — διασκεδάννυμι scatter abroad aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκεδάζω — (AM διασκεδάννυμι Μ και διασκεδάζω) διασκορπίζω, αποδιώχνω νεοελλ. 1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση 2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση αρχ. 1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε») 2. εξαφανίζω 3. ( ομαι) (για φήμη) διαδίδομαι …   Dictionary of Greek

  • διεσκέδασ' — διεσκέδασα , διασκεδάννυμι scatter abroad aor ind act 1st sg διεσκέδασο , διασκεδάννυμι scatter abroad plup ind mp 2nd sg διεσκέδασο , διασκεδάννυμι scatter abroad perf imperat mp 2nd sg διεσκέδασε , διασκεδάννυμι scatter abroad aor ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»